Τρίτη 25 Μαΐου 2010

Τα κόμματα της Αριστεράς

Για τα κόμματα της αριστεράς είναι μάλλον τέσσερις οι στιγμές στη διάρκεια του 20ου αιώνα που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την πορεία τους και μάλιστα σε παγκόσμια κλίμακα. Η πρώτη είναι η περίοδος του Α’ ΠΠ και των επαναστάσεων, επιτυχημένων ή αποτυχημένων, που τον ακολούθησαν. Η δεύτερη είναι αυτή του Β’ ΠΠ. Η τρίτη είναι η περίοδος ‘67/’68 και η τέταρτη αυτή που ακολουθεί την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Τώρα ζούμε, κατά την άποψή μου, την πρώτη του 21ου αιώνα.


Ποια μπορεί να είναι η στάση μας σήμερα απέναντί στα κόμματα της αριστεράς εν γένει, αυτών που είναι εντός του κοινοβουλίου και των εξωκοινοβουλευτικών; Πριν από αυτό, ποια είναι η δική τους στάση απέναντι στην παρούσα συγκυρία και απέναντι στην κοινωνία που προσβλέπει σε αυτά; Αρχικά όμως ας επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σε ένα τρίτο ερώτημα. Έχουμε λόγους να προσβλέπουμε σε κάτι από τα κόμματα της αριστεράς και αν ναι, τότε σε τι;


Ο τρόπος που τίθεται το ερώτημα είναι σκοπίμως γενικός. Κατά την γνώμη μου, και αυτό είναι κάτι που το έχω γράψει ξανά, η μόνος δρόμος για την αριστερά είναι ενιαίο μέτωπο, ταξικό και προσπάθεια συσπείρωσης των εργαζομένων και όλων όσων αντιδρούν στην επέλαση του κεφαλαίου υπό την σκέπη του. Σε αυτό μπορούμε, θεωρητικά τουλάχιστον, να προσβλέπουμε. Σε μία προσπάθεια ενωτική από τα πάνω(αυτό εννοείται δεν αποκλείει και δεν αντιφάσκει με μία τέτοια προσπάθεια από τα κάτω- θα επανέλθουμε, αλλά εδώ το θέμα μας είναι τα κόμματα).


Υπάρχουν πολλοί που είναι απογοητευμένοι από τα κόμματα της αριστεράς συνολικά. Πολλοί ακόμη που επιχειρούν να τα αγνοήσουν ολοκληρωτικά ή και να τα αποκλείσουν στην προσπάθειά τους να συγκροτήσουν μία πρόταση περί του πώς θα οργανωθεί η δυσαρέσκεια απέναντι στην εξουσία του κεφαλαίου και πώς θα δρομολογηθεί η ταξική σύγκρουση. Προσωπικά θεωρώ πως όσοι αισθάνονται απογοητευμένοι έχουν δίκιο. Ανήκω σε αυτούς. Γιατί όμως;


Στην Ελλάδα, ενδεχομένως και αλλού, αυτό που διαχρονικά προβάλλεται ως το μείζον πρόβλημα της αριστεράς, είναι ο κατακερματισμός της. Σε κάθε εκλογική διαδικασία μετέχουν πάνω από δέκα αριστερά κόμματα, αριθμός που είναι μάλιστα μειωμένος σε σχέση με προηγούμενα χρόνια, πριν δηλαδή προκύψουν και τα ενωτικά εγχειρήματα του ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η διάσπαση στην αριστερά όμως δύναται να αντιμετωπιστεί ως εγγενής της πολιτικής της θέσης. Διότι όταν σκοπός σου είναι η συγκρότηση ενός πόλου εξουσίας που λίγο πολύ θα διαχειρίζεται την κατάσταση, θα κυβερνά εκ περιτροπής και θα έχει ως πολιτική μέριμνα να ακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις με καθυστέρηση 5-10 ετών, τα πράγματα είναι εύκολα. Όταν όμως αποβλέπεις στην ανατροπή του συστήματος, εκκινείς από την θέση της ηττημένη μειοψηφίας και οφείλεις να έχεις μία πρόταση επαναστατική αλλά και συγκροτητική μίας νέας μορφής κοινωνίας, τα προβλήματα είναι πολλά. Πολλώ δε μάλλον στο βαθμό που τα κόμματα της αριστεράς είναι ιστορικά. Κουβαλούν την πορεία μείζονων ανακατατάξεων και προέκυψαν τα περισσότερα από διασπάσεις. Η σύγκρουση δηλαδή σε πολλές περιπτώσεις είναι αποτέλεσμα διαφορών, ρήξεων και όχι παρθενογενέσεων. Επιπλέον, πολλές από τις περίφημες διασπάσεις προέκυψαν όχι έπειτα από ασκήσεις επί χάρτου, αλλά στην δίνη σοβαρών πολιτικών αναταραχών. Η θεωρία διαφοροποιήθηκε από σοβαρές ή όχι και τόσο σοβαρές διαφορές και στην πράξη. Δεν έχουμε να κάνουμε με την απλουστευτική εικόνα αγκυλωμένων γραφειοκρατών που επιχειρούν να διατηρήσουν μία ταυτότητα μέσα σε ένα τοπίο πολυδιάσπασης. Η διάσπαση είναι κατά την άποψη μου εγγενές στοιχείο μίας αριστερής, ανατρεπτικής πολιτικής πρότασης, και αυτός πρέπει να είναι καταρχάς ένας λόγος για να μετριάζεται η απογοήτευση.


Ένας ακόμη λόγος πρόκλησης απογοήτευσης και δυσπιστίας είναι η γενίκευση την οποία μόλις τώρα ο ίδιος υιοθέτησα. Τα κόμματα της αριστεράς δεν μπορεί συλλήβδην να κατηγορούνται και μάλιστα για το ίδιο έγκλημα. Έτσι, ο καταμερισμός της δυσαρέσκειας οφείλει να κατατάσσει τα περισσότερα μικρά κόμματα(ΚΚΕμ-λ, μ-λΚΚΕ, ΕΕΚ, ΝΑΡ και άλλα), στην δυσαρέσκεια λόγω της διάσπασης και του κατακερματισμού, για την οποία έγραψα. Σε δεύτερη κατηγορία, για τελείως διαφορετικούς λόγους, ανήκουν το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ.


Το ΚΚΕ είναι μάλλον η πλέον πονεμένη ιστορία. Ένα κόμμα που έχει καταστεί στη συνείδηση του λαού που δεν το ψηφίζει ορισμός του πολιτικού απολιθώματος(στην καλύτερη περίπτωση) ή συνήγορος υπεράσπισης των αδυνάτων(στην χειρότερη περίπτωση!!!), στο πλαίσιο επίλυσης των διαφορών στο κοινοβούλιο-δικαστήριο. Αυτή η τελευταία άποψη έναντι στο ΚΚΕ είναι αυτή που νομιμοποιεί στις συνειδήσεις των αντιδραστικών το ΚΚΕ, περισσότερο και από ό,τι το νομιμοποιεί η ιστορία του στις συνειδήσεις των αριστερών. Έτσι καθίσταται δυνατόν να το συγχαίρει για την στάση του ο Μητσοτάκης, ο Χατζηνικολάου και όλο το συνάφι που το κολακεύει και το τοποθετεί στην θέση του(κάποιος πρέπει να είναι και με τους εργάτες) επειδή απλώς δεν το φοβάται(η πρόσφατη μεταστροφή που κόντεψε να μας πείσει πως το ΚΚΕ πρέπει σχεδόν να κυρηχθεί παράνομο, δεν καταδεικνύει τόσο την ισχύ του που άρχισε να τρομάζει, όσο το πόσο αποθρασύνεται μπροστά στον γενικότερο κίνδυνο η άρχουσα τάξη˙ άλλωστε το ίδιο το ΚΚΕ μετά από αυτά έσπευσε να πάρει αποστάσεις ακόμη και από την μεγαλειώδη διαδήλωση της 5/5). Ειδικότερα στην πρόσφατη ιστορία του έχει προβληματίσει, πληγώσει και απογοητεύσει τόσο με την συνεργασία του ’89, όσο και με την στάση του το Δεκέμβρη του ’08(για να μην αναφερθούμε σε άλλες περιπτώσεις μάλλον μικρότερης σημασίας). Τον Δεκέμβρη, έφτασε δε σε σημείο να κατηγορεί τους εξεγερμένους ακόμη και για μαστροπεία!!! Η φοβική του στάση ενώπιον κάθε ριζοσπαστικής πολιτικής πράξης που δεν μπορεί να κατανοήσει και να ελέγξει(να περιφρουρήσει) είναι παροιμιώδης και σε τελική ανάλυση προδοτική. Τον Δεκέμβρη το ΚΚΕ προσέβαλε, πρόδωσε και κατασυκοφάντησε την εξέγερση για να συνταχτεί τελικά με τα πλέον αντιδραστικά κομμάτια της κοινωνίας. Έγινε εν τέλει το όχημα που νομιμοποίησε στις συνειδήσεις πολλών ακόμη και προτάσεις όπως η χρήση του στρατού ενάντια στους εξεγερμένους(στη βάση του: αν το λέει ακόμη και το ΚΚΕ, τότε όντως πρόκειται για αλήτες) Η αλήθεια είναι πως όταν ένα κόμμα αποκτά τόσο απροκάλυπτα καταγγελτικό λόγο απέναντι σε ριζοσπαστικά τμήματα της κοινωνίας έιναι δύσκολο να κερδίσει την εμπιστοσύνη μας. Τι μπορεί να αντιτάξει κανείς μετά από αυτά υπερασπιζόμενος την πίστη πως ακόμη και το ΚΚΕ είναι ένα κόμμα στο οποίο μπορεί να προσβλέπει κανείς; Πρώτα πρώτα και κυρίως πώς η τωρινή συγκυρία - για πολλούς λόγους που δεν είναι της παρούσης, δεν είναι Δεκέμβρης. Η διαφορετική κατάσταση, η διαφορετική ανάλυση, ο διαφορετικός ορίζοντας και κυρίως η διαφορετική από κάθε άποψη συμμετοχή αφήνει περιθώρια ώστε να προσδοκά κανείς μία άλλη στάση. Πως το ΚΚΕ έχει σημαντική διείσδυση στην κοινωνία. Πως είναι το κόμμα με την μεγαλύτερη διείσδυση σε χώρους εργασίας˙ εκεί μάλιστα η δράση του αν και συχνά αντιδραστική και αναίτια διασπαστική δεν είναι καθόλου αμελητέα. Πως έχει οργάνωση, που είναι, όπως και να το κάνουμε, χρήσιμη στην σύγκρουση.


Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μία άλλη μα εξίσου ενδιαφέρουσα ιστορία, διότι μας δείχνει μια ενδεχόμενη κατάληξη της αιτούμενης ενότητας, όταν επιχειρείται την ίδια στιγμή να διατηρηθεί και να καταστεί ακόμη και επίσημο(βλέπε τάσεις) το δικαίωμα του να διατηρούν οι συμμετέχοντες σχηματισμοί σημαντική αυτονομία έναντι της αρχής. Στον ΣΥΡΙΖΑ η απογοήτευση έχει νομίζω τρεις μείζονες αιτίες. Αρχικά την εσωτερική πολυφωνία που μάλιστα εμπερικλείει και απόψεις που απέχουν τόσο που προκαλούν ερωτηματικά για το νόημα της ίδιας τους της συνύπαρξης. Δεύτερον, την έλλειψη ισχυρής ταξικής βάσης, οργάνωσης και σαφούς πολιτικού στίγματος. Τρίτον, το γεγονός πως ο ΣΥΝ έχει στο παρελθόν ταχθεί υπέρ αποφάσεων όπως η υπερψήφιση της συνθήκης του Μάαστριχτ, μία από αυτές που οδήγησαν στην ΕΕ του κεφαλαίου, όπως την γνωρίζουμε πλέον όλοι. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι δύσκολο να πει κανείς αν πέτυχε ή όχι ως πολιτικό εγχείρημα. Η αίσθησή μου είναι πως απέτυχε, αν και η εμπειρία της διαδρομής του είναι εξαιρετικά χρήσιμη. Σε περιπτώσεις όπου είχε την ευκαιρία- πάλι εδώ ο Δεκέμβρης και μαζί η δημοσκοπική άνοιξη που προηγήθηκε- να διαμορφώσει ένα ρεύμα επιρροής και κυρίως να αποσαφηνίσει τα πολιτικά του χαρακτηριστικά, απέτυχε παταγωδώς και είναι σήμερα ένα κόμμα του οποίου πολλοί τις θέσεις αγνοούν- ακόμη και εντός του. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εξελιχθεί σε κόμμα των αναποφάσιστων ψηφοφόρων˙ είναι η εναλλακτική που εγκαταλείπουν τελευταία. Η πολυφωνία έγινε συνώνυμη της έλλειψης πολιτικής βούλησης και απόφασης και μοιραία ταλανίζεται μονίμως από τα εσωτερικά του. Μοιραία φαίνεται δεμένος γύρω από τον πάσαλο της εσωτερικής ισορροπίας του.


Με τα παραπάνω δεδομένα, ας επιστρέψουμε στην αφετηρία. Έχουμε λόγους να προσβλέπουμε σε μία ενωτική προσπάθεια από τα επάνω, ή τα κόμματα έχουν απλώς και τελεσίδικα ξοφλήσει; Μπορεί η απογοήτευσή μας από τα κόμματα να δικαιολογήσει την τελική και ανέκκλητη απαξίωσή τους; Θεωρώ πως όχι. Ακόμη και στο διάστημα των τελευταίων ετών, τα κόμματα αυτά λιγότερο ή περισσότερο αποτέλεσαν πυρήνες πολιτικού προβληματισμού, ανάλυσης και απόπειρες να συγκροτηθεί και να εκφραστεί πολιτική θεωρία. Αποτέλεσαν χώρο πολιτικού διαλόγου, μελέτης της ιστορίας των επαναστατικών κινημάτων και πολιτικών ζυμώσεων. Κάποια από αυτά είχαν ακτιβιστική, κινηματική δράση ενώ σε καιρούς δύσκολους για το νωθρό συνδικαλισμό επιχειρούσαν να διεισδύσουν στους χώρους εργασίας. Για το ΚΚΕ εξέθεσα ήδη κάποιους επιπλέον λόγους. Για τον ΣΥΡΙΖΑ και για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να συνυπολογίσει κανείς την ήδη εκπεφρασμένη εν τις πράγμασι διάθεση για πολιτική συνεργασία(δεν εννοώ φυσικά την συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ!) καθώς και ό,τι στα δύο αυτά κόμματα συσπειρώνεται σημαντικό μέρος του πλέον ριζοσπαστικοποιημένου τμήματος της κοινωνίας. Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονούμε πως η ελληνική αριστερά δεν είναι και ποτέ δεν ήταν η παγκόσμια πρωτοπορία και πως σε άλλες χώρες η κατάσταση στην οποία αυτή περιήλθε εσχάτως είναι πολύ χειρότερη από την εδώ κατάσταση.


Τι μας λένε λοιπόν σήμερα τα κόμματα αυτά; Στην προηγούμενη ανάρτηση λίγο πολύ σκιαγράφησα την άποψή μου, που πιστεύω πως είναι κοντά με αυτήν των περισσοτέρων. Δεν μας λένε και πολλά. Αδυναμία υιοθέτησης μίας συνεκτικής ανάλυσης για την κρίση στην Ελλάδα και στον παγκόσμιο οικονομικό-πολιτικό σύστημα εν γένει. Αδυναμία συγκρότησης ολοκληρωμένης πολιτικής πρότασης. Αδυναμία ανάδειξης της ταξικότητας της σύγκρουσης. Αδυναμία λήψης ουσιαστικών πρωτοβουλιών που δεν θα καθιστούν την αριστερά ουραγό αλλά θα της αφήνουν περιθώρια να λαμβάνει ενίοτε την πρωτοβουλία στο ταχέως εξελισσόμενο πολιτικό σκηνικό. Ρωτώ επί παραδείγματι: γιατί δεν καλεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ή κάποιος άλλος σε διάλογο με στόχο την σύγκλιση όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς; Πόσο σημαντικότερη και πιο δικαιολογημένη τακτικά, στρατηγικά, πολιτικά είναι η συνάντηση Τσίπρα-Σαμαρά από μία τέτοια πρωτοβουλία;


Τι άλλο μας δείχνει η αριστερά; Πως έχει ξεχάσει να ασκεί πολιτική. Είπα πως η διάσπαση καθ’ εαυτή σε έναν πολιτικό χώρο όπως ο υπό συζήτηση, είναι αποδεκτή και σε κάποια έκταση, θα τολμούσα να πω, ακόμη και ευκταία. Όπως έλεγε και ένας σύντροφος πρόσφατα, η αριστερά δεν είναι πάντα απαραίτητη, γίνεται όμως απολύτως απαραίτητη σε περιόδους σαν και αυτή που διανύουμε. Η αριστερά έχει ξεχάσει να κάνει πολιτική γιατί αγνοεί πως η πολιτική δεν είναι η ταυτότητα με τον εαυτό. Δεν είναι η αποκάθαρση της θεωρίας από προσμίξεις. Δεν είναι εν ολίγοις η προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού με τρόπο που θυμίζει σχολαστική φιλοσοφία στα μοναστήρια. Και αν σε κάποιες περιπτώσεις και αυτή η ενασχόληση έχει την θέση της, όπως σε περιόδους κυριολεκτικής πανωλεθρίας της αριστεράς, τώρα αυτή η περίοδος χάριτος έληξε. Η πολιτική πρέπει να επανέλθει στο προσκήνιο και μπορεί να επανέλθει μόνο ως σύνθεση. Σύνθεση που δεν θα θυμίζει συμπαράταξη χωρίς εσωτερική σύνδεση, αλλά περισσότερο ζωντανό οργανισμό. Η ίδια η σύγκρουση οφείλει να επιστρέψει στην ενότητά της. Διότι η κοινή προέλευση των περισσοτέρων κομμάτων της αριστεράς την οποία αναφέρθηκα, έχει λησμονηθεί και από τα ίδια. Όχι ως ρομαντική αναπόληση αλλά ως θεωρητική προκείμενη. Αυτό λέγεται υπό την έννοια πως η διάσπαση-και το δικαίωμα στην διάσπαση- έχει νόημα μόνο όταν αυτή τελεί υπό την συνέχουσα αρχή της. Αυτή η συνέχουσα αρχή είναι, για όσους τελοσπάντων είναι, η επαναστατική απελευθέρωση της κοινωνίας από την εξαθλίωση και την υποταγή στην οποία οδηγείται. Ο αγώνας για δικαιοσύνη, δίκαιη κατανομή του πλούτου. Η συνέχουσα αρχή είναι το όραμα μίας κοινωνίας με απελευθερωμένες τις δυνάμεις του ανθρώπου. Είναι το πρόταγμα μιας κοινωνίας που δεν θα καθορίζεται από το χρήμα και την κίνηση του κεφαλαίου, που θα επιχειρήσει να αποτινάξει την πραγμοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων. Αυτή η συνέχουσα αρχή της αντικαπιταλιστικής αριστεράς οφείλει να αναδειχθεί από τα ίδια τα κόμματα. Υπό αυτή θα μπορέσει, τώρα που είναι απαίτηση των καιρών, να ενεργοποιηθεί ξανά γνήσια η πολιτική σύγκρουση. Ως τέτοια οφείλει πρώτα να αναδειχθεί στους κόλπους της αριστεράς και κατόπι να επιβληθεί σε αυτούς που υποκρίνονται πως δεν υφίσταται καν.


Αυτή πρέπει να είναι κατά την άποψή μου η στάση μας απέναντι στα κόμματα της αριστεράς˙ ένα κάλεσμα για επιστροφή στην πολιτική διά του εκ νέου προσδιορισμού εν σχέσει προς την ολότητα μιας εξεγερμένης κοινωνίας που αναζητά πολιτική διέξοδο, πίστη και στράτευση υπό ένα ιδεώδες, υπό ένα επαναστατικό και δημιουργικό πρόταγμα. Οι συνθήκες αντικειμενικά φαίνεται πως ωριμάζουν. Μεγάλο μέρος της κοινωνίας προσβλέπει σε αυτά τα κόμματα για την οργάνωση της οργής και της δυσαρέσκειάς του, για την έμπνευση και την εκφορά εναλλακτικής πρότασης. Σε τελική ανάλυση για την ίδια την ένταξή του σε έναν πολιτικό οργανισμό, πράγμα που για τους περισσότερους αποτελεί αφ εαυτού κάτι το νέο. Σε τελευταία ανάλυση, σκοπός πρέπει να είναι, αν οι ηγεσίες δεν μπορούν, οι βάσεις να δείξουν τον δρόμο. Η αριστερά οφείλει να ενωθεί και να δείξει εν τοις πράγμασι πως η ενότητα είναι εφικτή. Οφείλει με αυτήν την πρώτη νίκη να συμβάλλει στην ενστάλαξη ενός αισθήματος εμπιστοσύνης και ελπίδας. Αν δεν μπορούν τα μέλη της να συνενωθούν μπροστά στην απειλή πλήρους καταστροφής, τότε πώς θα πείσουν για την δυνατότητα συγκρότησης μιας άλλης κοινωνίας; Εν κατακλείδι, ας παραφράσω ένα γνωστό σύνθημα: να επανακαταλάβουμε τα κόμματα!

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

Προλεγόμενα για κάθε μέλλουσα φιλοσοφία


Αναδημοσίευση από/Μτφρ.: Radical Desire

Αρχική δημοσίευση: http://socialismandorbarbarism.blogspot.com/

Εχθρός της γνώμης (δόξας), διαφθορέας των νέων, προπαγανδιστής άβολων διαισθήσεων. Αυτή τη φιλοσοφία δεν την χωνεύει η εξουσία: αλλά αυτό δεν είναι τίποτε καινούργιο για τον Σωκράτη και τους συντρόφους του.


Σήμερα δεν είναι κάποιος συγκεκριμένος φιλόσοφος αλλά η ίδια η φιλοσοφία που διατάσσεται να πιει το κώνειο, καταδικασμένη σε θάνατο για την διαφθορά την δυνατότητας αυτού που κάποτε ονομαζόταν "Πανεπιστήμιο" να παράγει μεγαλύτερα κέρδη. Η φιλοσοφία καταδικάζεται για ασέβεια μπροστά στο κεφάλαιο.


Η παρούσα κατάσταση στο Πανεπιστήμιο Middlesex καθιστά τα διακυβεύματα επίπονα ξεκάθαρα. Ακόμα και η "αριστεία"-- το σύγχρονο προτιμώμενο υποκατάστατο αρχαιοτήτων όπως η μάθηση, η γνώση, ή η σκέψη-- δεν επαρκεί πλέον. Ακόμα και η "αξιολογική ιεράρχηση" [ranking] ενός Τμήματος δεν έχει σημασία, ούτε και η συνεισφορά του στην φήμη του πανεπιστημίου. Ούτε επαρκεί για ένα Πρόγραμμα να συντηρεί τον εαυτό του οικονομικά, ή να παράγει κέρδη. Η λειτουργική ερώτηση είναι απλώς: μπορούν να παραχθούν ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ κέρδη με την εξάλειψή του; Μπορεί κάποιος, για παράδειγμα, να αναδομήσει τις εγγραφές φοιτητών ώστε να φουσκώσει τα Μαθησιακά Προγράμματα για Εργαζόμενους, τα οποία αντλούν επικερδείς επιδοτήσεις από επιχειρηματικούς σπόνσορες; Μπορεί κάποιος να αναδιανείμει ανενόχλητος επιχορηγήσεις οι οποίες αποκτήθηκαν από το Κέντρο για Έρευνα στην Σύγχρονη Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία (γύρω στο 1 εκατομμύριο στερλίνες ως το 2016 σύμφωνα με αναφορές) καθώς ταυτόχρονα ξεφορτώνεται το έξοδο του να λειτουργεί το Κέντρο; Σύμφωνα με την διοικητική λογική, ούτε η διεθνής φήμη του Middlesex, ούτε η οικονομικά καλή του κατάσταση έχουν κάποια σχέση με την ετυμηγορία ότι δεν κάνει "μετρήσιμη συνεισφορά" στο Πανεπιστήμιο. Σύμφωνα με την αριθμητική της απληστίας και της εκμετάλλευσης --την αριθμητική του κεφαλαίου-- η φιλοσοφία στο Middlesex, όπως σωστά το θέτει ο Alex Williams, είναι περισσότερο νεκρή από ό,τι ζωντανή.


Τι μαθήματα μπορούμε να αντλήσουμε από αυτό το παράδειγμα; Και τι είδους απάντηση επιζητούν αυτά τα μαθήματα;


Θα μπορούσαμε να επιμείνουμε ότι η φιλοσοφία είναι θεμελιώδης για το πανεπιστήμιο --ότι μόνο ένα ίδρυμα το οποίο την περιλαμβάνει απαντά σε ένα αποδεκτό όραμα του τι θα έπρεπε να είναι το πανεπιστήμιο. Και έτσι θα μπορούσαμε να απαιτήσουμε από τους παραστρατημένους διοικητικούς την ακύρωση μιας "παράλογης" ή "ανήθικης" απόφασης: την αποκατάσταση της φιλοσοφίας στη σωστή της θέση στον πυρήνα κάθε πανεπιστημίου που αξίζει το όνομά του. Ή, από την άλλη, θα μπορούσαμε να βρούμε στην εξάλειψη της φιλοσοφίας την έκφραση της ουσιαστικής αλήθειας του ρόλου του πανεπιστημίου ως σύγχρονου θεσμού: την αναπαραγωγή της σχέσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, μέσα από την παραγωγή πολιτισμικού κεφαλαίου όταν αυτό είναι εφικτό, μέσα από την κατάργηση της πολιτισμικής διαμεσολάβησης όταν είναι βολικό.


Η εποχή τέτοιων μέτρων είναι παντού γύρω μας. Οι συζητήσεις για την "Κρίση στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες" αυξάνονται με τρομακτική ταχύτητα. Πώς μπορούμε να προσφέρουμε πιο ελκυστικές αφηγήσεις για το "τι είναι αυτό που κάνουμε" σε μάνατζερ που κοιτάνε με στραβά μάτια ακατανόητες διερευνήσεις και δεν τις βλέπουν καν ως γοητευτικά εξωτικές; Μπορούμε να ανταγωνιστούμε σε ίσο πεδίο αγώνα με τα επαληθεύσιμα αποτελέσματα της επιστήμης και της μηχανικής γράφοντας λίστες των πρόσφατών μας "ανακαλύψεων"; Μπορούμε να ανταγωνιστούμε με τα περιθώρια κέρδους των ιδιωτικών σχολών μάνατζμεντ που ενσωματώνονται στα δημόσια πανεπιστήμια επιμένοντας για την ανεκτίμητη συνεισφορά μας στην πολιτική κοινωνία, την συνδρομή μας στην δημιουργία αναστοχαστικών πολιτών; Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την αξία της διδασκαλίας μας με συστήματα μέτρησης που υπολογίζουν την αξία Προγραμμάτων με βάση ψηλότερες και όχι χαμηλότερες αναλογίες μεταξύ του αριθμού διδασκόντων και φοιτητών; Πώς μπορούμε να δικαιολογήσουμε την ύπαρξή μας, την μορφή της ζωής μας, με λίγα λόγια, μέσα στην ανεξέλεγκτη κυριαρχία γραφειοκρατών με ηθικές πυξίδες που δεν συμπεριλαμβάνουν ούτε το μυθιστόρημα ούτε τα Ηθικά Νικομάχεια αλλά την εταιρία consulting;


Προς μεγάλη του τιμή, το Τμήμα Φιλοσοφίας του Middlesex προσφέρει μια εναλλακτική λύση τόσο απέναντι στις θυμωμένες εκκλήσεις όσο και απέναντι στην επαγγελματικοποιημένη κλαψούρα: απτή αντίσταση.


Οι φοιτητές, καθηγητές, και το προσωπικό του Middlesex, επέλεξαν να παρέμβουν στην "κρίση των Ανθρωπιστικών Επιστημών" αναλαμβάνοντας ένα κοινό χώρο σκέψης και πράξης με την αποφασιστικότητα να τον κρατήσουν. Αυτό που εμπνέει είναι η κλιμάκωση του ριζοσπαστισμού τους σε απάντηση στην ξεροκαφαλιά της διοίκησης. Πρώτα κατέλαβαν μια αίθουσα συναντήσεων για να διαμαρτυρηθούν για την ακύρωση μιας συνάντησης, ζητώντας μια απτή εξήγηση για το κλείσιμο του Προγράμματός τους. Την επόμενη μέρα κατέλαβαν ολόκληρο το κτήριο, απαιτώντας ακύρωση της απόφασης. Σήμερα μια κόκκινη και μαύρη σημαία κυματίζει πάνω από ένα ενισχυμένο σαν οδόφραγμα Mansion House στο Middlesex, και στοχαστές από όλο το ΗΒ και την ηπειρωτική Ευρώπη προσέρχονται στην κατειλημμένη πανεπιστημιούπολη στο Trent Park για να συμμετάσχουν σε ένα ανοιχτό πρόγραμμα συμβάντων τέχνης, φιλοσοφίας και πολιτικής με την ονομασία Transversal Space.


Αυτή η αλληλουχία είναι τα προλεγόμενα σε κάθε μέλλουσα φιλοσοφία.


Δεν μπορούμε να βασιστούμε στην καλή θέληση των διοικούντων και των εταιριών που τους συμβουλεύουν νομίζοντας ότι θα υπερασπιστούν την μεγάλη παράδοση της Ακαδημίας, ούτε ότι θα προσφέρουν προστατευμένους χώρους άγριας βλάστησης για τρόπους κριτικού αναστοχασμού που σίγουρα δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα του είδους τους. Δεν θα εξασφαλίσουμε το "μέλλον των ανθρωπιστικών επιστημών" με την ισχύ του καλύτερου επιχειρήματος ούτε μέσα από επικλήσεις ενός ανώτερου αγαθού από ό,τι τα αγαθά. Αν η ίδια η δυνατότητα για φιλοσοφική δραστηριότητα μπορεί να επιβιώσει, τότε θα πρέπει με κάθε διαθέσιμο μέσο να το καταστήσουμε επιζήμιο να καταστρέφεται ο χώρος και ο χρόνος της αποφασιστικά μη παραγωγικής σκέψης. Αυτό που προμηνύει το Middlesex είναι ότι ο 21ος αιώνας είναι μια εποχή στην οποία οι υλικές συνθήκες για κάθε εφικτή σκέψη θα πρέπει να οικοδομηθούν, να απαλλοτριωθούν και να τύχουν υπεράσπισης από κοινές δυνάμεις.


Το εγχείρημα του Kant, στον πυρήνα της κριτικής νεωτερικότητας, ήταν η εξορία του δογματισμού μέσω της εξήγησης των συνθηκών κάθε εφικτής κατανόησης. Αλλά τώρα δεν είναι ο κριτικός αναστοχασμός αλλά οι ίδιες οι δογματικές λειτουργίες του κεφαλαίου που θέτουν το ερώτημα, quid juris?, στη φιλοσοφία. Το να υποβάλλουμε τον κριτικό ιδεαλισμό του Kant σε μια υλιστική ανατροπή σήμερα είναι επίσης το να αναγνωρίσουμε ότι οι συνθήκες για κάθε εφικτό φιλοσοφικό αναστοχασμό --κάθε αναστοχασμό για τις συνθήκες της εφικτής κατανόησης ή για οτιδήποτε άλλο-- θα εξαρτηθεί από υλικές δυνάμεις αντίστασης, απ' την οικοδόμηση χρόνων, χώρων, και μορφών ζωής που θα είναι ικανές να αντισταθούν ενάντια στην κενότητα της εξάλειψης της φιλοσοφίας.


“Οι φιλόσοφοι έχουν ως τώρα απλώς ερμηνεύσει τον κόσμο με διαφορετικούς τρόπους. Το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε." Η τωρινή κρίση της σχέσης της φιλοσοφίας με το κεφάλαιο σημαίνει ότι οι φιλόσοφοι πρέπει να αλλάξουν τον κόσμο για να μπορούν να τον ερμηνεύουν. Δεν είναι ότι η φιλοσοφία θα εξαλειφθεί από την πραγματική κίνηση της ιστορίας, από την έλευση-στο-είναι του κομμουνισμού, αλλά μάλλον ότι οι κοινο-ποίηση [communization] είναι πλέον η προϋπόθεση κάθε εφικτής φιλοσοφίας.


“Στη σφαίρα αυτής της επιστήμης μπορείς να καθορίσεις είτε τα πάντα είτε τίποτε", γράφει ο Kant στα Προλεγόμενα. Από την Καλιφόρνια στο Πουέρτο Ρίκο, το Λονδίνο, το Ζάγκρεμπ, την Ελλάδα: Θέλουμε τα πάντα.


Nathan Brown

Αγγλική Φιλολογία

University of California, Davis

Marija Cetinić

Συγκριτική Λογοτεχνία

University of Southern California

Gopal Balakrishnan

Ιστορία της Συνείδησης

University of California, Santa Cruz

Aaron Benanav

Ιστορία

University of California, Los Angeles

Jasper Bernes

Αγγλική Φιλολογία

University of California, Berkeley

Chris Chen

Αγγλική Φιλολογία

University of California, Berkeley

Joshua Clover

Αγγλική Φιλολογία

University of California, Davis

Maya Gonzalez

Ιστορία της Συνείδησης

University of California, Santa Cruz

Timothy Kreiner

Αγγλική Φιλολογία

University of California, Davis

Laura Martin

Ιστορία της Συνείδησης

University of California, Santa Cruz

Jason Smith

Κολλέγιο Σχεδίου, Κέντρο Τεχνών

Pasadena

Evan Calder Williams

Λογοτεχνία

University of California, Santa Cruz

Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

Μετά την απεργία

Δυστυχώς, όσο και αν το θέλουμε, όσο και αν το πιστέψαμε, ιδιαίτερα μετά την διαδήλωση της 5ης Μάη, ο κόσμος, τουλάχιστον με την μαζικότητα της προηγούμενης διαδήλωσης, δεν έμεινε στον δρόμο. Η σημερινή απεργία, μαζική μεν, προσφέρεται δε για συμπεράσματα λίγο διαφορετικά ή έστω συμπληρωματικά, σε σχέση με αυτά που εξήχθησαν από την προηγούμενη. Ο κόσμος που συμμετείχε στην πορεία σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ήταν λιγότερος σε σχέση με την προηγούμενη φορά. Η μαχητικότητα των διαδηλωτών επηρεασμένη τόσο από τα όσα μεσολάβησαν στο διάστημα των πρόωρων διακοπών των συνδικάτων, όσο και από την διάψευση των προσδοκιών για εξίσου μαζική με την προηγούμενη κινητοποίηση. Πρέπει να κάνουμε υπομονή. Δυστυχώς, αν και δεν μπορεί κανείς να προδικάσει την πορεία των γεγονότων, φαίνεται πως τα σπουδαιότερα θα ακολουθήσουν με μία καθυστέρηση˙ λυπάμαι πολύ που το λέω αυτό και εύχομαι να διαψευστώ αύριο κιόλας, αλλά έτσι φαίνεται.


Γιατί ο κόσμος δεν ήταν το ίδιο πολύς σήμερα; Για ποιο λόγο το τα γεγονότα φαίνονται να οδεύουνε σε αποκλιμάκωση; Καθοριστικό υπήρξε, καταρχάς, χωρίς αμφιβολία, το τραγικό γεγονός της δολοφονίας τριών συνανθρώπων μας στη Μαρφίν. Από την μία, η κατασυκοφάντηση ολόκληρης της διαδήλωσης από τα καθεστωτικά ΜΜΕ. Από την άλλη, η ανάγκη που πυροδότησε σε όλους όσους συμμετείχαμε στην απεργία, σε όλους όσους χρόνια τώρα έχουν επιλέξει το δρόμο της σύγκρουσης με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση, για πραγμάτευση των όσων διαμείθφηκαν στις 5/5.


Στα πάρα πολλά που ειπώθηκαν έκτοτε δεν θα προσθέσουμε παρά μόνο αυτά: πρώτον, ακόμη και αν εξαιρέσουμε την δράση των ΜΜΕ, δεν είναι καθόλου εύκολο για το μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου, ευτυχώς άλλωστε, να διαχειριστεί το γεγονός. Χρειάζεται χρόνος. Οι περισσότεροι ποτέ δεν είχαν βιώσει ως τώρα το αίσθημα του να ταυτίζονται ή να συμμερίζονται μία αόριστη μα ασήκωτη ευθύνη που διαχύθηκε στους ώμους όλων μας. Το δεύτερο είναι το εξής: κατά τη γνώμη μου το κίνημα δεν έχει να κάνει μόνο με την διαχείριση της βίας που μας συγκλόνισε, αλλά εξίσου και με την διαχείριση αυτής που θα μας συγκλονίσει. Στο μυαλό των περισσότερων, λιγότερο ή περισσότερο υποψιασμένων ή αποφασισμένων, θεωρώ πως γίνεται συνείδηση πως δεν θα προκύψει θετική ή αρνητική έκβαση στον εξελισσόμενο αγώνα μας, χωρίς την (επαν)εμφάνιση της βίας. Η ταξική πάλη η οποία είναι βέβαιο πως θα κλιμακωθεί, θα συνοδευτεί από βία, μικρής ή μεγαλύτερης έκτασης και έντασης. Πολλοί πλέον αντιλαμβάνονται πως η σύγκρουση με το σύστημα που νέμεται την εξουσία όλα αυτά τα χρόνια σε ολόκληρο τον κόσμο και ειδικότερα στην Ελλάδα, είτε αυτό οδηγηθεί σε ολοκληρωτική ήττα, είτε σε μείζονες ανακατατάξεις στο εσωτερικό του, δεν θα είναι απλή υπόθεση. Ο μηχανισμός εξουσίας και καταστολής της άρχουσας τάξης θα εξαπολυθεί αμείλικτος επάνω σε όσους αντιδρούν. Ο καθένας μας έχει να λογαριαστεί a priori με την βία που πρόκειται να εξαπολυθεί ακόμη πιο άγρια πάνω μας. Αλλά έχει επίσης να λογαριαστεί και με τη βία που ίσως μεταχειριστεί το ίδιο το κίνημα, όχι βέβαια με την έννοια των εν ψυχρώ δολοφονιών, ούτε με την ανοιχτή πολεμική σύγκρουση του εμφυλίου, αλλά με το χαρακτήρα της ανοιχτής και ολομέτωπης ταξικής σύγκρουσης. Είναι γεγονός ότι τονίζω περισσότερο τον κίνδυνο της βίας εναντίον του κινήματος. Αυτό δεν συμβαίνει για να θολώσω τα νερά ούτε και για να αποφύγω ο ίδιος την σκέψη επί του θέματος στο βαθμό που αφορά κάθε έναν που εξεγείρεται. Αλλά γιατί, όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία, τα θύματα είναι σχεδόν πάντα, αποκλειστικά, από την μεριά των εξεγερμένων. Αυτό που κατάδειξε πέρα από κάθε αμφιβολία η 5η Μάη, είναι πως τα πράγματα είναι σε κοινωνικό επίπεδο πάρα πολύ σοβαρά. Δεν αποκλείεται σύντομα να γίνουν και πάρα πολύ άγρια. Αυτό είναι τρομακτικό. Ίσως περισσότερο τρομακτικό από την φτώχεια.


Υπάρχουν επιπλέον πολλοί αμιγώς πραγματιστικού χαρακτήρα λόγοι για τους οποίους η σημερινή απεργία ήταν μικρότερη. Οι αλλαγές δεν έχουν φτάσει ακόμη σε αυτό που κάποτε οι φωστήρες που μας κυβερνάνε αναρωτιόταν αν θα έφτανε η κρίση καθαυτή: στην πραγματική οικονομία. Τώρα θα αρχίσουν σιγά σιγά να φαίνονται οι μειωμένοι μισθοί, που σε συνδυασμό με την καλπάζουσα ακρίβεια θα μας κάνουν όλους ακόμη φτωχότερους ξαφνικά. Όταν οι οικογένειες θα αποκτήσουν ακόμη έναν άνεργο, όταν πολλά αυτονόητα θα γίνουν μακρινή πολυτέλεια, σύντομα δηλαδή, ο δρόμος θα είναι η μόνη λύση. Η ως την ύστατη ώρα απώθηση του φόβου για το επερχόμενο δεν θα είναι πλέον αποτελεσματική.


Είναι γεγονός πως πολλοί από εμάς αισθανόμαστε τις συνειδήσεις μας να συγκλονίζονται και να μεταβάλλονται με ιλιγγιώδη ρυθμό. Αυτονόητα καταρρέουν και άλλα αυτονόητα τα αντικαθιστούν. Η διαδικασία αυτή είναι για κάποιους καταιγιστική, για άλλους βραδύτερη. Ακόμη περισσότερο˙ προκειμένου να αποκτήσει αυτή η αλλαγή έκφραση στο επίπεδο της κοινωνίας και της πολιτικής δράσης, προκειμένου να αποκρυσταλλωθεί σε συνειδητή μεταστροφή και μετάβαση στην δράση, θα το πω ξανά, απαιτείται χρόνος και υπομονή.


Τέλος, τεράστια ευθύνη φέρουν οι δυνάμεις της αριστεράς που μοιάζουν να διαψεύδουν ακόμη και το ελάχιστο προσδοκώμενο από αυτές. Βυθισμένες στην αστική νομιμοφροσύνη, σε εκδηλώσεις κομματικής επίδειξης ισχύος, σε αδιανόητης ρηχότητας ομφαλοσκοπήσεις είναι απλοί θεατές. Λάθος˙ είναι υπονομευτές της κοινωνίας που βράζει. Η πιο γενναία πράξη τους παραμένει το ότι δεν πήγαν στη φιέστα με το γέρο-πρόεδρο. Στο μεταξύ έχει διαλυθεί κάθε έννοια ακόμη και της συνταγματικής νομιμότητας και η επίθεση στους εργαζομένους είναι συνεχής και ανελέητη. Η αριστερά όμως σε επίπεδο ηγεσίας, αδυνατεί παντελώς να καταθέσει μία ολοκληρωμένη πρόταση, μία αληθινή πρόταση, όσο πληρέστερη είναι δυνατό να είναι αυτή στις παρούσες συνθήκες. Μία πρόταση ριζοσπαστική(τρομάρα τους), τώρα που όλοι έχουν στρέψει το βλέμμα τους σε αυτήν. Αντί να αναλάβει το ρίσκο, που είναι στην ουσία ο μόνος λόγος που πραγματικά δικαιολογεί την ίδια της την ύπαρξη, παίζει κρυφτούλι με εσωτερικά παιχνίδια ή με κάθε λογής αποκλεισμούς. Αντί να τολμήσει να έρθει σε ανοιχτό διάλογο με τον λαό, φοβάται να μιλήσει και να θέσει ένα συγκεκριμένο πρόταγμα. Φοβάται να αναδείξει την ζοφερή κατάσταση που επίκειται, αποβλέποντας ίσως και αυτή στο να κερδίσει χρόνο. Παρουσιάζεται ανίκανη να εμπνεύσει και να αναγκάσει με τον πολιτικό λόγο της να την πάρουν στα σοβαρά.


Θεωρώ πως το πρόβλημα της αριστεράς δεν είναι τόσο θέμα ικανότητας, αλλά κυρίως θέμα πολιτικής βούλησης. Βούλησης που απαιτείται προκειμένου, πρώτον, να υιοθετηθεί μία στοιχειωδώς συνεκτική και πειστική ανάλυση για την κρίση. Θεωρητικούς έχουν, θέληση δεν έχουν. Δεύτερον, βούληση να απαλλαγεί από αυτούς που όχι μόνο δεν μπορούν να ακολουθήσουν αλλά και συνειδητά υπονομεύουν και επιβουλεύονται την πολιτική της σύγκρουσης. Τρίτον, βούληση να θέσει εαυτήν στον αντίποδα κάθε συνδιαλλαγής με το αδίστακτο σύστημα καπιταλιστών- κυβέρνησης. Τέταρτον, βούληση να προσδιορίσει με σαφήνεια ένα ανατρεπτικό, ριζοσπαστικό και εφικτό(στα όρια του ανέφικτου) πολιτικό πρόταγμα. Τέλος, βούληση να καλέσει χωρίς περιστροφές και να επιδιώξει να επιτύχει στην πράξη συγκρότηση ταξικού μετώπου για την επίτευξη και την διεκδίκηση της δυνατότητας να αποκτήσει το συσχετισμό ισχύος που θα της επιτρέψει να πραγματοποιήσει το πρόταγμά της. Όχι να στρίβει για το υπουργείο εργασίας για να μην συναντήσει την άλλη πορεία. Αυτό είναι ντροπή. Από όλα τα παραπάνω, η αριστερά, με ελάχιστες εξαιρέσεις που αποκαλύπτονται απολύτως αναντίστοιχες προς τις απαιτήσεις των καιρών, δεν κάνει τίποτα.


Και τι απομένει σε εμάς, ενόψει της συνέχειας; Να είμαστε έτοιμοι για το οτιδήποτε˙ τα γεγονότα μπορεί να κλιμακωθούν αιφνιδιαστικά, μία σπίθα αρκεί. Να προσπαθήσουμε οι ίδιοι να καταλάβουμε καλύτερα αυτό που συμβαίνει. Να επιχειρήσουμε να αναδείξουμε τη φρίκη όσων έπονται αν μείνουμε αδρανείς. Να προσπαθούμε στο μέτρο των δυνάμεων μας να αναδεικνύουμε μικρές πτυχές των όσων συμβαίνουν καθημερινά. Να στεκόμαστε αλληλέγγυοι δίπλα σε κάθε σύντροφο και συντρόφισσα. Να επιχειρούμε κάθε μέρα να εμβαθύνουμε την δική μας θεωρητική ανάλυση και θωράκιση. Να εκμεταλλευόμαστε κάθε ευκαιρία προκειμένου να προωθούμε την αυτοοργάνωση και την δημιουργία και καλλιέργεια πολιτικής συνείδησης. Να οργανώνουμε εστίες αντίστασης και ανάδειξης της διαφοράς στο χώρο της δουλειάς μας, στα πανεπιστήμια, στο δρόμο˙ παντού. Να συνεχίσουμε να χαιρόμαστε, να αγαπούμε τη ζωή, γιατί χωρίς αυτά δεν έχει αξία κανείς να αγωνίζεται˙ γιατί να αγωνιστεί; Και να μην λησμονούμε πως υπομονή, πόνος και εργασία είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένα με την όδευση προς την αλήθεια και την πραγμάτωση της στον ιστορικό κόσμο.

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Η έννοια της βούλησης στην αρχαία ελληνική τραγωδία



Εργασία του Ο.Π



Η θέση την οποία υποστηρίζει η παρούσα εργασία είναι πως, στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, δεν πρέπει να γίνεται λόγος περί βούλησης. Με άλλα λόγια, η κατηγορία της βούλησης, μέσα στην αρχαία ελληνική τραγωδία, δεν υπάρχει.


Αποσκοπώντας στην κατά το δυνατό πληρέστερη θεμελίωση, αλλά και κατανόηση της θέσης αυτής, είναι αναγκαίες ορισμένες βασικές διευκρινίσεις.


Η πρώτη από αυτές αφορά την ίδια την έννοια της βούλησης, ποιο δηλαδή είναι το περιεχόμενο του όρου, στο εν λόγω κείμενο. Ως βούληση, εννοείται μια δύναμη συγκροτητική της πραγματικότητας. Μια δύναμη η οποία καθορίζει, αλλάζει, διαμορφώνει την πραγματικότητα. Κατά συνέπεια, η βούληση δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με την επιθυμία, την επιδίωξη ή ακόμα, το σκοπό, έννοιες οι οποίες σαφέστατα υπάρχουν μέσα στα κείμενα των αρχαίων τραγικών. Με τον όρο αυτό θα πρέπει, αντιθέτως, να γίνει κατανοητή η αυτοκατανόηση του ατόμου, του υποκειμένου, ως αυτού που δημιουργεί, που συγκροτεί την πραγματικότητα και καθορίζει την ύπαρξή του. Στην αντίληψη αυτή, η βούληση κατανοείται όχι ως μία φυσική ιδιότητα, ένα στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, ανέκαθεν υπάρχον, αλλά ως μία ιστορική κατασκευή, όπως εξηγούν στο άρθρο τους «Προσχεδιάσματα της βούλησης στην ελληνική τραγωδία» οι Pierre Vidal-Naquet και Jean-Pierre Vernant. Ιστορική κατασκευή σημαίνει πως η έννοια βούληση, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από εμάς σήμερα, προέκυψε και στη συνέχεια διαμορφώθηκε μέσα στον ιστορικό χρόνο[1].


Η δεύτερη διευκρίνηση αφορά τον όρο αρχαία τραγωδία. Κατ' αρχάς κάνοντας λόγο για αρχαία τραγωδία και προσπαθώντας να προσδιορίσουμε τη φιλοσοφική θεώρηση που διέπει τα έργα αυτά, η θεώρηση αυτή δε θα πρέπει άκριτα να ταυτιστεί με τις υπάρχουσες αντιλήψεις και θεωρήσεις -επικρατούσες ή μη- της κοινωνίας εκείνης. Και τούτο διότι, μολονότι τα σημαντικότερα κείμενα γράφτηκαν κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ., το περιεχόμενό τους αφορά αρχαίους μύθους και πρόσωπα προηγούμενων χρόνων[2]. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία του Οιδίποδα που, ως μύθος, υπάρχει και εξιστορείται -και σε άλλες, πλην της ελληνικής, παραδόσεις- πριν ακόμα από την εμφάνιση της τραγωδίας[3]. Επιπροσθέτως, αν και γίνεται ως τώρα λόγος για την αρχαία τραγωδία στο σύνολό της, το κείμενο αποτελεί μία αναφορά στο έργο του Σοφοκλή και του Αισχύλου. Αυτό διότι στον Ευριπίδη, η φύση της τραγωδίας αλλάζει σημαντικά[4].


Έχοντας, σε αδρές γραμμές, χαράξει το πλαίσιο αναφοράς, θα πρέπει τώρα να προσεγγιστεί πιο ενδελεχώς αυτό που η αρχαία τραγωδία είναι, καθώς μέσω και από την κατανόηση αυτού, θα προκύψει η απάντηση στο ερώτημα της βούλησης.


Η αρχαία τραγωδία είναι κατ' αρχάς μίμηση, δηλαδή αναπαράσταση πράξης, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» του[5]. Ορίζοντας την τραγωδία ως πράξη θα πρέπει να προσδιοριστεί ποια είναι η πράξη στην οποία αναφέρεται, καθώς δεν έχουν όλες οι δυνατές πράξεις το χαρακτήρα του τραγικού. Διαφωτιστικό στην προσπάθεια αυτή είναι το άρθρο του Θ. Πενολίδη «Η έννοια της τραγικής πράξης στον Αριστοτέλη»[6] όπου ως τραγική ορίζεται «η πράξη στην οποία λαμβάνει χώρα η συνάντηση των γεγονότων με την οικεία τους καθολικότητα»[7]. Εδώ, η τραγική πράξη εκτυλίσσεται σε δύο πραγματικότητες ή, καλύτερα, σε δύο επίπεδα[7]: αφ' ενός στο ατομικό επίπεδο των ανθρώπων, αφ' ετέρου σε ένα δεύτερο, βαθύτερο ταυτόχρονα όμως υψηλότερο, αυτό του καθολικού. Στον Αισχύλο οι δύο αυτές πραγματικότητες είναι ο δαίμων και το ήθος[8]. Για να κατανοήσουμε λοιπόν την αρχαία τραγωδία, η ανάγνωσή της θα πρέπει να εκκινήσει στηριζόμενη στα δύο αυτά επίπεδα τα οποία δεν είναι ανεξάρτητα, αλλά συναρθρώνονται και διαπλέκονται κατά την εξέλιξη του μύθου. Κάθε ενέργεια που λαμβάνει χώρα στο ατομικό επίπεδο, έχει, ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τις επιδιώξεις των προσώπων που προβαίνουν σε αυτή, έναν βαθύτερο λόγο, μια βαθύτερη σημασία, την οποία μάλιστα τα πρόσωπα αγνοούν ή αδυνατούν να δουν. Στον Οιδίποδα Τύραννο επί παραδείγματι, κάθε ενέργεια του Οιδίποδα να βρει το φονιά του Λάιου, ώστε η Θήβα να γλιτώσει -σύμφωνα με όσα όριζε ο χρησμός της Πυθίας- από το λοιμό ο οποίος τη μάστιζε, τον οδηγούσε, δίχως ο ίδιος να το αντιλαμβάνεται, στην αποκάλυψη των εγκλημάτων που είχε ο ίδιος διαπράξει, και στην αναγνώριση της ενοχής του. Αντίστοιχα ο Αγαμέμνων, τυφλωμένος από την επιθυμία να εκστρατεύσει ενάντια στην Τροία, δεν μπορούσε να δει πως η θυσία της κόρης του, της Ιφιγένειας, συνιστούσε φρικτό έγκλημα, όπως προκύπτει από τα λόγια του χορού:


Κακός αέρας φύσηξε στο νου του

ανόσια κι ανίερη γονάτισε

αποκοτιά τα έρμα τα λογικά του[9].


Η γνώση του βαθύτερου λόγου αυτού είναι αντικείμενο της μαντείας, μιας ικανότητας υπερφυσικής, που παρεμβάλλεται και μοιάζει με κάποιο τρόπο, να γεφυρώνει τα δύο επίπεδα γνωστοποιώντας στους ανθρώπους τα μελλούμενα. Τα πρόσωπα λοιπόν της τραγωδίας, δεν έχουν σαφή αντίληψη της πραγματικότητας, καθώς αγνοούν αυτή τη δεύτερη πραγματικότητα, στην οποία όμως υπόκεινται. Η διπλή αυτή πραγματικότητα φωτίζει τα πρόσωπα στην τραγωδία ως ανήμπορα να καθορίσουν τα ίδια την ύπαρξή τους, όπως θεωρείται ότι κάνει ο άνθρωπος των νεότερων χρόνων. Ο τελευταίος, μέσω της βούλησης, λαμβάνει αποφάσεις και στη συνέχεια προβαίνει σε πράξεις ανάγοντας με τον τρόπο αυτό τον εαυτό του όχι μόνο σε αιτία των ενεργειών του αλλά και σε μία ύπαρξη που διαμορφώνει η ίδια το μέλλον. Στην τραγωδία αντίθετα, δεν πρόκειται για ενεργητές, αλλά για αποδέκτες. Το γεγονός αυτό ωστόσο, δεν τους καθιστά απολύτως παθητικούς, εφ' όσον, όπως ήδη ειπώθηκε, οι ίδιοι δεν έχουν συνείδηση της καθολικής διάστασης των πράξεών τους, στην οποία είναι υποταγμένοι. Η συνειδητοποίηση της δεύτερης αυτής πραγματικότητας επισυμβαίνει τη στιγμή της συντριβής τους[10]. Έτσι ο Οιδίποδας κατανοεί τη σημασία των ενεργειών του τη στιγμή μόνο που συνειδητοποιεί πως ο ίδιος είναι ο ένοχος που αναζητά. Το ίδιο συμβαίνει στην «Αντιγόνη» με τον Κρέοντα.


Η υπερανθρώπινη αυτή τάξη είναι αιώνια και αμετάβλητη. Ο κόσμος στην αρχαία τραγωδία είναι ένας κόσμος καθορισμένος από τη μοίρα, η οποία ορίζει τα ανθρώπινα και η υποταγή σε αυτήν είναι αναπόδραστη. Την αλήθεια αυτή ομολογεί ο χορός στον Αγαμέμνονα:


ο Κάλχας έχει τις αλάθευτες τις τέχνες,

όμως η Δίκη καθορίζει την οδό[...]

Θα 'ρθει δριμύ το μέλλον με την αυγή της μέρας[11].


Στην περιοχή της μοίρας, εξοβελίζεται κάθε έννοια ελευθερίας με τη νεότερη σημασία την οποία απέκτησε μέσα στην ιστορία ο όρος, ως θεμελιούμενης δηλαδή στην ελεύθερη βούληση, η οποία συνιστά ουσιαστική διάσταση του σύγχρονου ανθρώπου.


Η μοίρα σφυρηλατεί τη συνοχή των πράξεων της τραγωδίας. Οι πράξεις ακολουθούν η μία την άλλη βάσει αναγκαιότητας. Χαρακτηριστικό σε σχέση με αυτό είναι το παράδειγμα της Αντιγόνης, η οποία θεωρείται, σύμφωνα με μία άποψη, πως ελεύθερα επιλέγει να θάψει τον Πολυνείκη, αψηφώντας τη διαταγή του Κρέοντα. Εκείνο που η άποψη αυτή μοιάζει να μη συνυπολογίζει είναι πως ο λόγος που η Αντιγόνη προβαίνει στην παράνομη ταφή, δεν είναι η ελεύθερη απόφασή της, αλλά μία ηθική επιταγή που απορρέει από τον αδελφικό δεσμό που τη συνδέει με το νεκρό. Ωθούμενη από ένα τέτοιας φύσης κίνητρο, ορθότερο είναι να γίνει λόγος για ηθικό χρέος ή καθήκον απέναντι στον αδελφό της και όχι για μία ελεύθερη επιλογή. Εδώ αντιστρέφεται η θεμελιώδης πρόταση του Kant πως θεμέλιο της ηθικής είναι η ελευθερία, δηλαδή πως η ηθική πράξη είναι ηθική ακριβώς επειδή κάποιος τη διάλεξε ελεύθερα. Αντίστοιχα, δε μπορεί να γίνει λόγος για ηθική πράξη, ανεξαρτήτως του περιεχομένου της, αφ' όσον αυτή συνέβη, όχι ως προϊόν ελευθερίας, αλλά ως προϊόν καταναγκασμού.


Κομβικές για τη διαφώτιση της σημασίας της βούλησης είναι οι κατηγορίες της περιπέτειας και της αναγνώρισης[12]. Η περιπέτεια αφ' ενός αποτυπώνει την αλλαγή της σημασίας των πράξεων των προσώπων, οι οποίες γίνονται το αντίθετο αυτού που τα πρόσωπα επιδιώκουν, ως απόρροιας της επίδρασης του καθολικού πάνω σε αυτές. Αφ' ετέρου η περιπέτεια δηλώνει τη συνειδητοποίηση αυτού από τα ίδια τα πρόσωπα, στο τέλος του μύθου. Ο μύθος συνίσταται, με άλλα λόγια, σε μία αναγκαία αλληλουχία πράξεων, της οποίας όμως δεν υπάρχει, παρά μόνο στο τέλος, συνείδηση.


Αυτό που θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα στο σημείο αυτό είναι πως όταν γίνεται λόγος για ανυπαρξία βούλησης, αυτό δε σημαίνει απλώς τη στέρηση αυτής από τους ανθρώπους, αλλά την απουσία της έννοιας βούληση από τη σκέψη και τη θεώρηση η οποία δημιούργησε την αρχαία τραγωδία του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Με άλλα λόγια η βούληση απουσιάζει όχι μόνο από τους ανθρώπους, αλλά και από τούς θεούς. Οι θεοί, ως τέτοιοι, αν και γνωρίζουν το μέλλον, δε μπορούν εν τούτοις να μεταβάλλουν την πορεία των γεγονότων.


Ο Αριστοτέλης, κάνοντας λόγο στην «Ποιητική» για την τραγική ποίηση, επισημαίνει πως θεμελιακό στοιχείο της ιδιοσυστασίας της τραγωδίας είναι μία σχέση υποταγής του ήθους στην πράξη[13]. Ως πράξη εδώ, εννοείται η ενιαία τραγική πράξη που συνιστά το μύθο της τραγωδίας[14], ενώ με τον όρο ήθος εννοείται ο χαρακτήρας των ηρώων. Τη θέση αυτή επεξηγεί και αναλύει εξαιρετικά στο άρθρο που ήδη αναφέραμε ο Πενολίδης: «Οι τραγικοί ποιητές δεν βάζουν τα πρόσωπα να πράττουν για να αναπαραστήσουν χαρακτήρες, αλλά περιλαμβάνουν χαρακτήρες για χάρη των πράξεων». Δίνεται μία πρωτοκαθεδρία στην πράξη. Οι πράξεις γίνονται φορείς νοήματος. Έχουν με άλλα λόγια ορισμένη, εκ των προτέρων δεδομένη αξία ως τέτοιες και χαρακτηρίζονται αξιέπαινες, ενάρετες ή μιαρές, ανεξάρτητα από το πρόσωπο που δρα και τις προθέσεις του. Στο σημείο αυτό συναντάμε ξανά τα δύο επίπεδα στα οποία εκτυλίσσεται η τραγωδία, καθώς αυτή η a priori νοηματοδότηση και αξιολόγηση των πράξεων είναι η εκδήλωση ύπαρξης του καθολικού, το οποίο επικαθορίζει την ατομική δράση. Ο ηθικός κώδικας αυτός, δε συντάσσεται από τους ανθρώπους, οι οποίοι οφείλουν να τον τηρούν απαρέγκλιτα. Είναι αιώνιος και απόλυτος. Απόλυτος σημαίνει πως συνιστά μία αυταξία και δεν εξαρτάται από κάτι έτερο αυτού. Έχει τα χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στο θείο. Ο κόσμος της τραγωδίας είναι ένας κόσμος καθολικών ηθικών κανόνων, στους οποίους οι άνθρωποι υπόκεινται και η πηγή των κανόνων αυτών είναι θεϊκή. Οι κανόνες αυτοί θέτουν απόλυτα όρια και η παράβαση των ορίων αυτών οδηγεί στη συντριβή αυτού που τα υπερβαίνει. Ο ήρωας της τραγωδίας, κλεισμένος σε έναν κόσμο κυριαρχούμενο από δυνάμεις υπέρτερες αυτού , καθίσταται είναι μια ύπαρξη πλήρως ετεροκαθορισμένη, ένας καθρέφτης στον οποίο αντανακλούν οι συνέπειες και η σημασία των πράξεων. Δεν πρόκειται για ένα συγκροτημένο πρόσωπο, που αποτελεί την πηγή- αιτία των πράξεών του. Είναι χαρακτήρες δίχως εσωτερικότητα[15]. Την ίδια άποψη υποστηρίζει ο J.P. Vernant λέγοντας πως: «δεν είναι ο δρών που νοηματοδοτεί την πράξη, αλλά περισσότερο η ίδια η πράξη, η οποία, αποκαλύπτοντας, μέσα στην εξέλιξη του δράματος, το αληθινό της νόημα, σύμφωνα με αυτά που έχουν αποφασίσει οι θεοί, επιστρέφει στο πρόσωπο, του παρουσιάζει τον πραγματικό εαυτό του, του αποκαλύπτει αυτά που έκανε δίχως να το θέλει, ούτε να το γνωρίζει»[16]. Υπό το πρίσμα αυτό θα πρέπει να ειδωθεί η καινοτομία της αρχαίας τραγωδίας πως τα πρόσωπα δρουν. Όχι, ως αυτόνομα και υπεύθυνα όντα, αλλά περισσότερο ως «φιγούρες αινιγματικές και αντιφατικές»[17].


Από τα προαναφερθέντα συνάγεται πως αυτό που απουσιάζει από την αρχαία τραγωδία, είναι η έννοια του αυτεξούσιου. Εμφανίζεται για πρώτη φορά αρκετά αργότερα, στο έργο του Διόδωρου του Σικελιώτη, τον 1ο αιώνα π.Χ. Στο σημείο αυτό αρχίζει η κατανόηση της ελευθερίας, όχι ως έννοιας μονοσήμαντα νομικής (ελεύθερος- δούλος) αλλά και ψυχολογικής. Στο πλαίσιο της τραγωδίας επομένως, όταν γίνεται λόγος για πρόσωπα ή υποκείμενα, πρόκειται όχι για ένα συγκροτημένο «εγώ», όπως στον Déscartes[18], αλλά για ένα σύνολο από συνήθειες (έξεις κατά τον Αριστοτέλη).


Ένα κεφαλαιώδες ζήτημα ανακύπτει από την ανάλυση που προηγήθηκε. Είναι το ζήτημα της ευθύνης. Ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά των αρχαίων τραγωδιών είναι η συμφορά των προσώπων. Η συμφορά είναι η εκδήλωση της συνάντησης του ατομικού με το καθολικό, και δε μπορεί παρά να λαμβάνει χώρα ως συντριβή του πρώτου. Έρχεται ως απάντηση σε κάποια προηγούμενη αμαρτία του προσώπου. Οι αμαρτίες ωστόσο αυτές είναι πράξεις τις οποίες τα άτομα δεν επέλεξαν ή δε γνώριζαν καν, τη στιγμή που τις διέπρατταν. Ο Οιδίποδας δε γνώριζε ποιος ήταν ο γέρος τον οποίο σκότωσε, ενώ ο Ορέστης σκότωσε τη μητέρα του για να εκδικηθεί το φόνο του πατέρα του. Πώς λοιπόν στοιχειοθετείται ευθύνη των προσώπων για ενέργειες για τις οποίες δεν ευθύνονται; Κοντά σε αυτό, στην αρχαία τραγωδία υπάρχει πάντα μία θεμελιώδης ασυμμετρία μεταξύ της απαξίας του αμαρτήματος και της σφοδρότητας της ποινής. Πρόκειται για μία κατάφωρη αδικία; Πρόκειται, πολύ περισσότερο, για μία ποινή ανήθικη;


Το ερώτημα περί ευθύνης, έτσι τεθειμένο κρύβει ένα σημαντικό σφάλμα. Θεμελιώνει την έννοια της ευθύνης στην έννοια της βούλησης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το σύγχρονο ποινικό δίκαιο, η ενοχή ενός δράστη είναι ανάλογη της στάσης του απέναντι στο αντικείμενο του εγκλήματος, αλλιώς της πρόθεσής του. Το υποκειμενικό αυτό στοιχείο της ενοχής διακρίνεται σε γνωστικό και βουλητικό. Με βάση τα δύο αυτά μεγέθη προσδιορίζεται ο βαθμός ευθύνης. Κατ' αποτέλεσμα μιλούμε για εγκλήματα τελούμενα με δόλο ή από αμέλεια.


Όλα αυτά δε μπορούν να σταθούν ως εργαλεία ανάλυσης μίας αρχαίας τραγωδίας. Και τούτο διότι προϋποθέτουν την ύπαρξη βούλησης. Εφ' όσον όμως τα πρόσωπα της τραγωδίας δε γνωρίζουν την κατηγορία της βούλησης, το ζήτημα της ευθύνης θα πρέπει με τη σειρά του να τεθεί σε διαφορετική βάση. Με άλλα λόγια το αν υπάρχει ευθύνη, δε θα πρέπει να αναζητηθεί στην ύπαρξη ή την απουσία εγκληματικής βούλησης, όπως συμβαίνει στο σύγχρονα ποινικά συστήματα.


Ποια είναι η βάση στην οποία θα πρέπει να αναζητηθεί η απάντηση;


Στην πραγματικότητα η έννοια της ευθύνης, με τη σύγχρονη έννοια του όρου έχει μικρή μάλλον σημασία. Οι J.P. Vernant και P.V. Naquet κάνουν λόγο στον Αισχύλο για ένα αντικειμενικό αδίκημα που συνιστά παραβίαση των θεϊκών νόμων, άρα υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων. Το αδίκημα αυτό, γέννημα μιας θρησκευτικής αντίληψης, κυρίαρχης την εποχή στην οποία αναφέρεται η τραγωδία, πέφτει πάνω σε όλα τα μέλη της οικογένειας του «δράστη» και αποτελεί ένα μίασμα για όσους το φέρουν. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια της Κλυταιμνήστρας στο Χορό, μετά το φόνο του Αγαμέμνονα, όπου δικαιολογείται λέγοντας:


Τώρα το στόμα μίλησε σωστά

κι ονόμασε σωστά

της γενιάς τον τετράπαχο δαίμονα '

θεριεύει μες στα σπλάχνα μας πόθος βαθύς,

διψώντας αίμα το γλείφουμε ' και πάλι πριν τελειώσει

ο πανάρχαιος βραχνάς, καινούριο πάλιν αίμα[19].


Μελετώντας την τραγωδία στην ιστορική της πορεία, καθ' όλη τη διάρκεια του 5ου π.Χ. αιώνα, οι δύο διανοητές διαπιστώνουν μία αντιπαράθεση ανάμεσα στην παλιά αυτή θρησκευτική αντίληψη, και μιας νέας αντίληψης που γεννιέται και ευδοκιμεί στην Αθήνα την περίοδο αυτή, η οποία αναδεικνύει τη σημασία ενός δικαιικού συστήματος, όπου θα ορίζονται οι έννοιες του αδικήματος και της ενοχής. Για να γίνει κατανοητή η αντιπαράθεση αυτή, θα πρέπει να λάβουμε υπ' όψιν τις νέες κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνονται τότε στην Αθήνα. Η δημοκρατία ακμάζει και οι Αθηναίοι πολίτες, απομακρυνόμενοι ολοένα από τις προηγούμενες θρησκευτικές ή κοσμολογικές θεωρήσεις του παρελθόντος αρχίζουν να συνειδητοποιούν πως, καθένας, κάθε άτομο, μέσω της συμμετοχής του στα θεσμικά όργανα της πόλης, συγκαθορίζει, από κοινού με τους συμπολίτες του το μέλλον της ίδιας της πόλης.


Ο Πενολίδης, μη συμμεριζόμενος πλήρως την προηγούμενη άποψη, υποστηρίζει πως τα τραγικά πρόσωπα είναι συγχρόνως αθώα και ένοχα. Ένοχα στο βαθμό που τελούν μία αμαρτία, αθώα όμως στο βαθμό που πλανώνται ως προς αυτή. Ο ίδιος ο Οιδίποδας, απαντώντας στις αιτιάσεις του Κρέοντα στο «Οιδίπους επί Κολωνώ» υποστηρίζει τον εαυτό τού, λέγοντας πως δε γνώριζε τι έπραττε:


Γιατί για πες μου, αλήθεια, α στον πατέρα

εδόθηκε προφητική μαντεία

απ’ τους θεούς

πως θα πεθάνει

από το χέρι του παιδιού του,

πως δίκαια μπορείς σε με να ρίχνεις

την κατηγόρια τούτη, που δεν είχα

ακόμα δεχθεί το σπέρμα της ζωής μου

ούτε απ’ το γονιό, ούτε απ’ τη μάνα,

μα αγέννητος ακόμα τότες ήμουν;


Η συμφορά είναι επομένως ταυτόχρονα δίκαιη και ελεεινή. Ο έλεος είναι το συναίσθημα της κατανόησης του πόνου του πλησίον, αυτού που υποφέρει.


Κατόπιν αυτών, ήταν ένοχος ή αθώος ο Οιδίποδας; Οι ερμηνείες και οι θέσεις διαφέρουν ριζικά. Ο ίδιος άλλωστε ο Σοφοκλής μοιάζει να μη δίνει κάποια τελική απάντηση στο ερώτημα αυτό. Στην εισαγωγή του στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ», ο Θρακιώτης υποστηρίζει ορθώς πως ενώ στον «Οιδίποδα Τύραννο», ο Οιδίποδας παρουσιάζεται ως ένοχος, αυτό αλλάζει στο τελευταίο μέρος της τριλογίας, όπως έχει ήδη ειπωθεί. Καταλήγει γράφοντας πως δε μπορεί να υπάρξει τελεσίδικη απάντηση στο ερώτημα περί της ευθύνης. Μοιάζει πράγματι μία έννοια αινιγματική[20].


Προκύπτει από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, πως στην ίδια την ουσία των τραγωδιών υπάρχει μία θεμελιώδης αμφισημία. Η αμφισημία αυτή δίνει ταυτότητα στα κείμενα και είναι αδύνατο να τα αποσυνδέσεις από αυτή. Δε θα πρέπει άλλωστε να λησμονείται πως η τραγωδία δεν είναι ένα κείμενο νομικό. Σκοπός της δεν είναι οι ορίσεις. Πρόκειται για κείμενο πρωτίστως καλλιτεχνικό αλλά και φιλοσοφικό. Η τραγωδία θέτει το ερώτημα περί του αν οι άνθρωποι είναι η πηγή και η αιτία των πράξεών τους.


Εν κατακλείδι, επισημαίνεται εκ νέου πως η κατηγορία της βούλησης, με την έννοια που την ορίζουμε σήμερα δεν απαντάται στα πρόσωπα της αρχαίας τραγωδίας. Οι έννοιες και οι φιλοσοφικές ιδέες είναι, όπως υποστήριζε ο Hegel, «γεννήματα της εποχής τους». Η ιστορικότητα αυτή των εννοιών, η οποία βέβαια αντικατοπτρίζει ορισμένη ιστορική πραγματικότητα, αφορά και στην έννοια της βούλησης, σκέψη η οποία βέβαια ,ηχεί στα αυτιά του σύγχρονου ανθρώπου τουλάχιστον ανοίκεια.



[1] Από τον τόμο «Μύθος και Τραγωδία στην Αρχαία Ελλάδα, Τόμος Α, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1988

[2] Jean Pierre Vernant, Le moment tragique (Η τραγική στιγμή), Encyclopédie Universalis 2009

[3] Σοφοκλής, Οιδίπους Τύραννος, μετάφραση του Γ, Θέμελη, Δαίδαλος – Ι. Ζαχαρόπουλος,, Εισαγωγή

[4] Στον Ευριπίδη ο χαρακτήρας της τραγωδίας αλλάζει, καθώς ο συγγραφέας στρέφεται προς τα πρόσωπα του μύθου και όχι στον ίδιο το μύθο, την ίδια την τραγική δηλαδή πράξη. Εδώ η τραγικότητα αποκτά περιεχόμενο πιο εσωτερικό, καθώς πλέον η σύγκρουση βιώνεται εντός του τραγικού ήρωα. Παρατηρείται μία διαδικασία «εκψυχολόγησης» της τραγωδίας. Η στροφή αυτή από την πράξη στα πρόσωπα είναι εμφανής στη Μήδεια, όπου το δράμα είναι η ίδια της η απόφαση, και έχει συνείδηση των πράξεών της τη στιγμή που τις εκτελεί.

[5] Αριστοτέλους, Περί Ποιητικής, μετάφρασις υπό Σ. Μενάρδου, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστία;

[6] Αξιολογικά, τεύχος 14

[7] Θ. Πενολίδης, οπ. π. , σελ 63

[8] Θ. Πενολίδης, οπ. π, σελ 67

[9] Αισχύλου, Αγαμέμνων, στ. 219 – 221, μετάφραση Κ.Χ. Μύρη, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

[10] Θ. Πενολίδης οπ. π., σελ. 70

[11] Αισχύλου, Αγαμέμνων, στ. 250- 251 κ 254 , μετάφραση Κ.Χ. Μύρη, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας

[12] Θ. Πενολίδης οπ. π., σελ. 68-69. Βλ. και Αριστοτέλους, Ποιητική, κεφάλαιο 11, χωρίο 1452a 22.

[13] Θ. Πενολίδης, οπ. π. σελ 62

[14] Σύμφωνα με την ανάλυση της τραγωδίας του Αριστοτέλη, ο μύθος της συνιστά μία ενιαία πράξη με αρχή, μέση και τέλος. Έτσι ο «Οιδίπους Τύραννος ξεκινά με την ανάγκη να βρεθεί ο φονιάς του Λάιου, για να απαλλαγεί η Θήβα από το λοιμό, και ολοκληρώνεται με την τύφλωση και την αυτοεξορία του Οιδίποδα, όπως όριζε ο χρησμός του Απόλλωνα. Στην έννοια αυτή της τραγικής πράξης αναγνωρίζει ο Αριστοτέλης τη διαφορά μεταξύ της ιστορίας, η οποία εξετάζει όλες τις ανθρώπινες πράξεις,, και της ποίησης, η οποία έχει ως αντικείμενο μία μεμονωμένη πράξη, την οποία ο ποιητής αφαιρεί από το ιστορικό της πλαίσιο και τη μελετά αναζητώντας εντός της το καθολικό.

[15] Θ. Πενολίδης, οπ. π. σελ. 63

[16] Jean Pierre Vernant, Le conscience tragique (Η τραγική συνείδηση), Universalis 2009

[17] Jean Pierre Vernant, Le conscience tragique (Η τραγική συνείδηση), Universalis 2009

[18] Ρενέ Ντεκάρτ, Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας, 2ος στοχασμός, μετάφραση Ευάγγελος Βανταράκης, εκδόσεις εκκρεμές, 2003

[19] Αισχύλου, Αγαμέμνων, στ 1475-1480, μετάφραση Κ.Χ. Μύρη, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας

[20] Jean Pierre VernantPierre Vidal Naquet, «Προσχεδιάσματα της βούλησης στην ελληνική τραγωδία», Τόμος Α, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1988