Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Η έννοια της βούλησης στην αρχαία ελληνική τραγωδία



Εργασία του Ο.Π



Η θέση την οποία υποστηρίζει η παρούσα εργασία είναι πως, στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, δεν πρέπει να γίνεται λόγος περί βούλησης. Με άλλα λόγια, η κατηγορία της βούλησης, μέσα στην αρχαία ελληνική τραγωδία, δεν υπάρχει.


Αποσκοπώντας στην κατά το δυνατό πληρέστερη θεμελίωση, αλλά και κατανόηση της θέσης αυτής, είναι αναγκαίες ορισμένες βασικές διευκρινίσεις.


Η πρώτη από αυτές αφορά την ίδια την έννοια της βούλησης, ποιο δηλαδή είναι το περιεχόμενο του όρου, στο εν λόγω κείμενο. Ως βούληση, εννοείται μια δύναμη συγκροτητική της πραγματικότητας. Μια δύναμη η οποία καθορίζει, αλλάζει, διαμορφώνει την πραγματικότητα. Κατά συνέπεια, η βούληση δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με την επιθυμία, την επιδίωξη ή ακόμα, το σκοπό, έννοιες οι οποίες σαφέστατα υπάρχουν μέσα στα κείμενα των αρχαίων τραγικών. Με τον όρο αυτό θα πρέπει, αντιθέτως, να γίνει κατανοητή η αυτοκατανόηση του ατόμου, του υποκειμένου, ως αυτού που δημιουργεί, που συγκροτεί την πραγματικότητα και καθορίζει την ύπαρξή του. Στην αντίληψη αυτή, η βούληση κατανοείται όχι ως μία φυσική ιδιότητα, ένα στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, ανέκαθεν υπάρχον, αλλά ως μία ιστορική κατασκευή, όπως εξηγούν στο άρθρο τους «Προσχεδιάσματα της βούλησης στην ελληνική τραγωδία» οι Pierre Vidal-Naquet και Jean-Pierre Vernant. Ιστορική κατασκευή σημαίνει πως η έννοια βούληση, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από εμάς σήμερα, προέκυψε και στη συνέχεια διαμορφώθηκε μέσα στον ιστορικό χρόνο[1].


Η δεύτερη διευκρίνηση αφορά τον όρο αρχαία τραγωδία. Κατ' αρχάς κάνοντας λόγο για αρχαία τραγωδία και προσπαθώντας να προσδιορίσουμε τη φιλοσοφική θεώρηση που διέπει τα έργα αυτά, η θεώρηση αυτή δε θα πρέπει άκριτα να ταυτιστεί με τις υπάρχουσες αντιλήψεις και θεωρήσεις -επικρατούσες ή μη- της κοινωνίας εκείνης. Και τούτο διότι, μολονότι τα σημαντικότερα κείμενα γράφτηκαν κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ., το περιεχόμενό τους αφορά αρχαίους μύθους και πρόσωπα προηγούμενων χρόνων[2]. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία του Οιδίποδα που, ως μύθος, υπάρχει και εξιστορείται -και σε άλλες, πλην της ελληνικής, παραδόσεις- πριν ακόμα από την εμφάνιση της τραγωδίας[3]. Επιπροσθέτως, αν και γίνεται ως τώρα λόγος για την αρχαία τραγωδία στο σύνολό της, το κείμενο αποτελεί μία αναφορά στο έργο του Σοφοκλή και του Αισχύλου. Αυτό διότι στον Ευριπίδη, η φύση της τραγωδίας αλλάζει σημαντικά[4].


Έχοντας, σε αδρές γραμμές, χαράξει το πλαίσιο αναφοράς, θα πρέπει τώρα να προσεγγιστεί πιο ενδελεχώς αυτό που η αρχαία τραγωδία είναι, καθώς μέσω και από την κατανόηση αυτού, θα προκύψει η απάντηση στο ερώτημα της βούλησης.


Η αρχαία τραγωδία είναι κατ' αρχάς μίμηση, δηλαδή αναπαράσταση πράξης, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» του[5]. Ορίζοντας την τραγωδία ως πράξη θα πρέπει να προσδιοριστεί ποια είναι η πράξη στην οποία αναφέρεται, καθώς δεν έχουν όλες οι δυνατές πράξεις το χαρακτήρα του τραγικού. Διαφωτιστικό στην προσπάθεια αυτή είναι το άρθρο του Θ. Πενολίδη «Η έννοια της τραγικής πράξης στον Αριστοτέλη»[6] όπου ως τραγική ορίζεται «η πράξη στην οποία λαμβάνει χώρα η συνάντηση των γεγονότων με την οικεία τους καθολικότητα»[7]. Εδώ, η τραγική πράξη εκτυλίσσεται σε δύο πραγματικότητες ή, καλύτερα, σε δύο επίπεδα[7]: αφ' ενός στο ατομικό επίπεδο των ανθρώπων, αφ' ετέρου σε ένα δεύτερο, βαθύτερο ταυτόχρονα όμως υψηλότερο, αυτό του καθολικού. Στον Αισχύλο οι δύο αυτές πραγματικότητες είναι ο δαίμων και το ήθος[8]. Για να κατανοήσουμε λοιπόν την αρχαία τραγωδία, η ανάγνωσή της θα πρέπει να εκκινήσει στηριζόμενη στα δύο αυτά επίπεδα τα οποία δεν είναι ανεξάρτητα, αλλά συναρθρώνονται και διαπλέκονται κατά την εξέλιξη του μύθου. Κάθε ενέργεια που λαμβάνει χώρα στο ατομικό επίπεδο, έχει, ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τις επιδιώξεις των προσώπων που προβαίνουν σε αυτή, έναν βαθύτερο λόγο, μια βαθύτερη σημασία, την οποία μάλιστα τα πρόσωπα αγνοούν ή αδυνατούν να δουν. Στον Οιδίποδα Τύραννο επί παραδείγματι, κάθε ενέργεια του Οιδίποδα να βρει το φονιά του Λάιου, ώστε η Θήβα να γλιτώσει -σύμφωνα με όσα όριζε ο χρησμός της Πυθίας- από το λοιμό ο οποίος τη μάστιζε, τον οδηγούσε, δίχως ο ίδιος να το αντιλαμβάνεται, στην αποκάλυψη των εγκλημάτων που είχε ο ίδιος διαπράξει, και στην αναγνώριση της ενοχής του. Αντίστοιχα ο Αγαμέμνων, τυφλωμένος από την επιθυμία να εκστρατεύσει ενάντια στην Τροία, δεν μπορούσε να δει πως η θυσία της κόρης του, της Ιφιγένειας, συνιστούσε φρικτό έγκλημα, όπως προκύπτει από τα λόγια του χορού:


Κακός αέρας φύσηξε στο νου του

ανόσια κι ανίερη γονάτισε

αποκοτιά τα έρμα τα λογικά του[9].


Η γνώση του βαθύτερου λόγου αυτού είναι αντικείμενο της μαντείας, μιας ικανότητας υπερφυσικής, που παρεμβάλλεται και μοιάζει με κάποιο τρόπο, να γεφυρώνει τα δύο επίπεδα γνωστοποιώντας στους ανθρώπους τα μελλούμενα. Τα πρόσωπα λοιπόν της τραγωδίας, δεν έχουν σαφή αντίληψη της πραγματικότητας, καθώς αγνοούν αυτή τη δεύτερη πραγματικότητα, στην οποία όμως υπόκεινται. Η διπλή αυτή πραγματικότητα φωτίζει τα πρόσωπα στην τραγωδία ως ανήμπορα να καθορίσουν τα ίδια την ύπαρξή τους, όπως θεωρείται ότι κάνει ο άνθρωπος των νεότερων χρόνων. Ο τελευταίος, μέσω της βούλησης, λαμβάνει αποφάσεις και στη συνέχεια προβαίνει σε πράξεις ανάγοντας με τον τρόπο αυτό τον εαυτό του όχι μόνο σε αιτία των ενεργειών του αλλά και σε μία ύπαρξη που διαμορφώνει η ίδια το μέλλον. Στην τραγωδία αντίθετα, δεν πρόκειται για ενεργητές, αλλά για αποδέκτες. Το γεγονός αυτό ωστόσο, δεν τους καθιστά απολύτως παθητικούς, εφ' όσον, όπως ήδη ειπώθηκε, οι ίδιοι δεν έχουν συνείδηση της καθολικής διάστασης των πράξεών τους, στην οποία είναι υποταγμένοι. Η συνειδητοποίηση της δεύτερης αυτής πραγματικότητας επισυμβαίνει τη στιγμή της συντριβής τους[10]. Έτσι ο Οιδίποδας κατανοεί τη σημασία των ενεργειών του τη στιγμή μόνο που συνειδητοποιεί πως ο ίδιος είναι ο ένοχος που αναζητά. Το ίδιο συμβαίνει στην «Αντιγόνη» με τον Κρέοντα.


Η υπερανθρώπινη αυτή τάξη είναι αιώνια και αμετάβλητη. Ο κόσμος στην αρχαία τραγωδία είναι ένας κόσμος καθορισμένος από τη μοίρα, η οποία ορίζει τα ανθρώπινα και η υποταγή σε αυτήν είναι αναπόδραστη. Την αλήθεια αυτή ομολογεί ο χορός στον Αγαμέμνονα:


ο Κάλχας έχει τις αλάθευτες τις τέχνες,

όμως η Δίκη καθορίζει την οδό[...]

Θα 'ρθει δριμύ το μέλλον με την αυγή της μέρας[11].


Στην περιοχή της μοίρας, εξοβελίζεται κάθε έννοια ελευθερίας με τη νεότερη σημασία την οποία απέκτησε μέσα στην ιστορία ο όρος, ως θεμελιούμενης δηλαδή στην ελεύθερη βούληση, η οποία συνιστά ουσιαστική διάσταση του σύγχρονου ανθρώπου.


Η μοίρα σφυρηλατεί τη συνοχή των πράξεων της τραγωδίας. Οι πράξεις ακολουθούν η μία την άλλη βάσει αναγκαιότητας. Χαρακτηριστικό σε σχέση με αυτό είναι το παράδειγμα της Αντιγόνης, η οποία θεωρείται, σύμφωνα με μία άποψη, πως ελεύθερα επιλέγει να θάψει τον Πολυνείκη, αψηφώντας τη διαταγή του Κρέοντα. Εκείνο που η άποψη αυτή μοιάζει να μη συνυπολογίζει είναι πως ο λόγος που η Αντιγόνη προβαίνει στην παράνομη ταφή, δεν είναι η ελεύθερη απόφασή της, αλλά μία ηθική επιταγή που απορρέει από τον αδελφικό δεσμό που τη συνδέει με το νεκρό. Ωθούμενη από ένα τέτοιας φύσης κίνητρο, ορθότερο είναι να γίνει λόγος για ηθικό χρέος ή καθήκον απέναντι στον αδελφό της και όχι για μία ελεύθερη επιλογή. Εδώ αντιστρέφεται η θεμελιώδης πρόταση του Kant πως θεμέλιο της ηθικής είναι η ελευθερία, δηλαδή πως η ηθική πράξη είναι ηθική ακριβώς επειδή κάποιος τη διάλεξε ελεύθερα. Αντίστοιχα, δε μπορεί να γίνει λόγος για ηθική πράξη, ανεξαρτήτως του περιεχομένου της, αφ' όσον αυτή συνέβη, όχι ως προϊόν ελευθερίας, αλλά ως προϊόν καταναγκασμού.


Κομβικές για τη διαφώτιση της σημασίας της βούλησης είναι οι κατηγορίες της περιπέτειας και της αναγνώρισης[12]. Η περιπέτεια αφ' ενός αποτυπώνει την αλλαγή της σημασίας των πράξεων των προσώπων, οι οποίες γίνονται το αντίθετο αυτού που τα πρόσωπα επιδιώκουν, ως απόρροιας της επίδρασης του καθολικού πάνω σε αυτές. Αφ' ετέρου η περιπέτεια δηλώνει τη συνειδητοποίηση αυτού από τα ίδια τα πρόσωπα, στο τέλος του μύθου. Ο μύθος συνίσταται, με άλλα λόγια, σε μία αναγκαία αλληλουχία πράξεων, της οποίας όμως δεν υπάρχει, παρά μόνο στο τέλος, συνείδηση.


Αυτό που θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα στο σημείο αυτό είναι πως όταν γίνεται λόγος για ανυπαρξία βούλησης, αυτό δε σημαίνει απλώς τη στέρηση αυτής από τους ανθρώπους, αλλά την απουσία της έννοιας βούληση από τη σκέψη και τη θεώρηση η οποία δημιούργησε την αρχαία τραγωδία του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Με άλλα λόγια η βούληση απουσιάζει όχι μόνο από τους ανθρώπους, αλλά και από τούς θεούς. Οι θεοί, ως τέτοιοι, αν και γνωρίζουν το μέλλον, δε μπορούν εν τούτοις να μεταβάλλουν την πορεία των γεγονότων.


Ο Αριστοτέλης, κάνοντας λόγο στην «Ποιητική» για την τραγική ποίηση, επισημαίνει πως θεμελιακό στοιχείο της ιδιοσυστασίας της τραγωδίας είναι μία σχέση υποταγής του ήθους στην πράξη[13]. Ως πράξη εδώ, εννοείται η ενιαία τραγική πράξη που συνιστά το μύθο της τραγωδίας[14], ενώ με τον όρο ήθος εννοείται ο χαρακτήρας των ηρώων. Τη θέση αυτή επεξηγεί και αναλύει εξαιρετικά στο άρθρο που ήδη αναφέραμε ο Πενολίδης: «Οι τραγικοί ποιητές δεν βάζουν τα πρόσωπα να πράττουν για να αναπαραστήσουν χαρακτήρες, αλλά περιλαμβάνουν χαρακτήρες για χάρη των πράξεων». Δίνεται μία πρωτοκαθεδρία στην πράξη. Οι πράξεις γίνονται φορείς νοήματος. Έχουν με άλλα λόγια ορισμένη, εκ των προτέρων δεδομένη αξία ως τέτοιες και χαρακτηρίζονται αξιέπαινες, ενάρετες ή μιαρές, ανεξάρτητα από το πρόσωπο που δρα και τις προθέσεις του. Στο σημείο αυτό συναντάμε ξανά τα δύο επίπεδα στα οποία εκτυλίσσεται η τραγωδία, καθώς αυτή η a priori νοηματοδότηση και αξιολόγηση των πράξεων είναι η εκδήλωση ύπαρξης του καθολικού, το οποίο επικαθορίζει την ατομική δράση. Ο ηθικός κώδικας αυτός, δε συντάσσεται από τους ανθρώπους, οι οποίοι οφείλουν να τον τηρούν απαρέγκλιτα. Είναι αιώνιος και απόλυτος. Απόλυτος σημαίνει πως συνιστά μία αυταξία και δεν εξαρτάται από κάτι έτερο αυτού. Έχει τα χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στο θείο. Ο κόσμος της τραγωδίας είναι ένας κόσμος καθολικών ηθικών κανόνων, στους οποίους οι άνθρωποι υπόκεινται και η πηγή των κανόνων αυτών είναι θεϊκή. Οι κανόνες αυτοί θέτουν απόλυτα όρια και η παράβαση των ορίων αυτών οδηγεί στη συντριβή αυτού που τα υπερβαίνει. Ο ήρωας της τραγωδίας, κλεισμένος σε έναν κόσμο κυριαρχούμενο από δυνάμεις υπέρτερες αυτού , καθίσταται είναι μια ύπαρξη πλήρως ετεροκαθορισμένη, ένας καθρέφτης στον οποίο αντανακλούν οι συνέπειες και η σημασία των πράξεων. Δεν πρόκειται για ένα συγκροτημένο πρόσωπο, που αποτελεί την πηγή- αιτία των πράξεών του. Είναι χαρακτήρες δίχως εσωτερικότητα[15]. Την ίδια άποψη υποστηρίζει ο J.P. Vernant λέγοντας πως: «δεν είναι ο δρών που νοηματοδοτεί την πράξη, αλλά περισσότερο η ίδια η πράξη, η οποία, αποκαλύπτοντας, μέσα στην εξέλιξη του δράματος, το αληθινό της νόημα, σύμφωνα με αυτά που έχουν αποφασίσει οι θεοί, επιστρέφει στο πρόσωπο, του παρουσιάζει τον πραγματικό εαυτό του, του αποκαλύπτει αυτά που έκανε δίχως να το θέλει, ούτε να το γνωρίζει»[16]. Υπό το πρίσμα αυτό θα πρέπει να ειδωθεί η καινοτομία της αρχαίας τραγωδίας πως τα πρόσωπα δρουν. Όχι, ως αυτόνομα και υπεύθυνα όντα, αλλά περισσότερο ως «φιγούρες αινιγματικές και αντιφατικές»[17].


Από τα προαναφερθέντα συνάγεται πως αυτό που απουσιάζει από την αρχαία τραγωδία, είναι η έννοια του αυτεξούσιου. Εμφανίζεται για πρώτη φορά αρκετά αργότερα, στο έργο του Διόδωρου του Σικελιώτη, τον 1ο αιώνα π.Χ. Στο σημείο αυτό αρχίζει η κατανόηση της ελευθερίας, όχι ως έννοιας μονοσήμαντα νομικής (ελεύθερος- δούλος) αλλά και ψυχολογικής. Στο πλαίσιο της τραγωδίας επομένως, όταν γίνεται λόγος για πρόσωπα ή υποκείμενα, πρόκειται όχι για ένα συγκροτημένο «εγώ», όπως στον Déscartes[18], αλλά για ένα σύνολο από συνήθειες (έξεις κατά τον Αριστοτέλη).


Ένα κεφαλαιώδες ζήτημα ανακύπτει από την ανάλυση που προηγήθηκε. Είναι το ζήτημα της ευθύνης. Ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά των αρχαίων τραγωδιών είναι η συμφορά των προσώπων. Η συμφορά είναι η εκδήλωση της συνάντησης του ατομικού με το καθολικό, και δε μπορεί παρά να λαμβάνει χώρα ως συντριβή του πρώτου. Έρχεται ως απάντηση σε κάποια προηγούμενη αμαρτία του προσώπου. Οι αμαρτίες ωστόσο αυτές είναι πράξεις τις οποίες τα άτομα δεν επέλεξαν ή δε γνώριζαν καν, τη στιγμή που τις διέπρατταν. Ο Οιδίποδας δε γνώριζε ποιος ήταν ο γέρος τον οποίο σκότωσε, ενώ ο Ορέστης σκότωσε τη μητέρα του για να εκδικηθεί το φόνο του πατέρα του. Πώς λοιπόν στοιχειοθετείται ευθύνη των προσώπων για ενέργειες για τις οποίες δεν ευθύνονται; Κοντά σε αυτό, στην αρχαία τραγωδία υπάρχει πάντα μία θεμελιώδης ασυμμετρία μεταξύ της απαξίας του αμαρτήματος και της σφοδρότητας της ποινής. Πρόκειται για μία κατάφωρη αδικία; Πρόκειται, πολύ περισσότερο, για μία ποινή ανήθικη;


Το ερώτημα περί ευθύνης, έτσι τεθειμένο κρύβει ένα σημαντικό σφάλμα. Θεμελιώνει την έννοια της ευθύνης στην έννοια της βούλησης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το σύγχρονο ποινικό δίκαιο, η ενοχή ενός δράστη είναι ανάλογη της στάσης του απέναντι στο αντικείμενο του εγκλήματος, αλλιώς της πρόθεσής του. Το υποκειμενικό αυτό στοιχείο της ενοχής διακρίνεται σε γνωστικό και βουλητικό. Με βάση τα δύο αυτά μεγέθη προσδιορίζεται ο βαθμός ευθύνης. Κατ' αποτέλεσμα μιλούμε για εγκλήματα τελούμενα με δόλο ή από αμέλεια.


Όλα αυτά δε μπορούν να σταθούν ως εργαλεία ανάλυσης μίας αρχαίας τραγωδίας. Και τούτο διότι προϋποθέτουν την ύπαρξη βούλησης. Εφ' όσον όμως τα πρόσωπα της τραγωδίας δε γνωρίζουν την κατηγορία της βούλησης, το ζήτημα της ευθύνης θα πρέπει με τη σειρά του να τεθεί σε διαφορετική βάση. Με άλλα λόγια το αν υπάρχει ευθύνη, δε θα πρέπει να αναζητηθεί στην ύπαρξη ή την απουσία εγκληματικής βούλησης, όπως συμβαίνει στο σύγχρονα ποινικά συστήματα.


Ποια είναι η βάση στην οποία θα πρέπει να αναζητηθεί η απάντηση;


Στην πραγματικότητα η έννοια της ευθύνης, με τη σύγχρονη έννοια του όρου έχει μικρή μάλλον σημασία. Οι J.P. Vernant και P.V. Naquet κάνουν λόγο στον Αισχύλο για ένα αντικειμενικό αδίκημα που συνιστά παραβίαση των θεϊκών νόμων, άρα υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων. Το αδίκημα αυτό, γέννημα μιας θρησκευτικής αντίληψης, κυρίαρχης την εποχή στην οποία αναφέρεται η τραγωδία, πέφτει πάνω σε όλα τα μέλη της οικογένειας του «δράστη» και αποτελεί ένα μίασμα για όσους το φέρουν. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια της Κλυταιμνήστρας στο Χορό, μετά το φόνο του Αγαμέμνονα, όπου δικαιολογείται λέγοντας:


Τώρα το στόμα μίλησε σωστά

κι ονόμασε σωστά

της γενιάς τον τετράπαχο δαίμονα '

θεριεύει μες στα σπλάχνα μας πόθος βαθύς,

διψώντας αίμα το γλείφουμε ' και πάλι πριν τελειώσει

ο πανάρχαιος βραχνάς, καινούριο πάλιν αίμα[19].


Μελετώντας την τραγωδία στην ιστορική της πορεία, καθ' όλη τη διάρκεια του 5ου π.Χ. αιώνα, οι δύο διανοητές διαπιστώνουν μία αντιπαράθεση ανάμεσα στην παλιά αυτή θρησκευτική αντίληψη, και μιας νέας αντίληψης που γεννιέται και ευδοκιμεί στην Αθήνα την περίοδο αυτή, η οποία αναδεικνύει τη σημασία ενός δικαιικού συστήματος, όπου θα ορίζονται οι έννοιες του αδικήματος και της ενοχής. Για να γίνει κατανοητή η αντιπαράθεση αυτή, θα πρέπει να λάβουμε υπ' όψιν τις νέες κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνονται τότε στην Αθήνα. Η δημοκρατία ακμάζει και οι Αθηναίοι πολίτες, απομακρυνόμενοι ολοένα από τις προηγούμενες θρησκευτικές ή κοσμολογικές θεωρήσεις του παρελθόντος αρχίζουν να συνειδητοποιούν πως, καθένας, κάθε άτομο, μέσω της συμμετοχής του στα θεσμικά όργανα της πόλης, συγκαθορίζει, από κοινού με τους συμπολίτες του το μέλλον της ίδιας της πόλης.


Ο Πενολίδης, μη συμμεριζόμενος πλήρως την προηγούμενη άποψη, υποστηρίζει πως τα τραγικά πρόσωπα είναι συγχρόνως αθώα και ένοχα. Ένοχα στο βαθμό που τελούν μία αμαρτία, αθώα όμως στο βαθμό που πλανώνται ως προς αυτή. Ο ίδιος ο Οιδίποδας, απαντώντας στις αιτιάσεις του Κρέοντα στο «Οιδίπους επί Κολωνώ» υποστηρίζει τον εαυτό τού, λέγοντας πως δε γνώριζε τι έπραττε:


Γιατί για πες μου, αλήθεια, α στον πατέρα

εδόθηκε προφητική μαντεία

απ’ τους θεούς

πως θα πεθάνει

από το χέρι του παιδιού του,

πως δίκαια μπορείς σε με να ρίχνεις

την κατηγόρια τούτη, που δεν είχα

ακόμα δεχθεί το σπέρμα της ζωής μου

ούτε απ’ το γονιό, ούτε απ’ τη μάνα,

μα αγέννητος ακόμα τότες ήμουν;


Η συμφορά είναι επομένως ταυτόχρονα δίκαιη και ελεεινή. Ο έλεος είναι το συναίσθημα της κατανόησης του πόνου του πλησίον, αυτού που υποφέρει.


Κατόπιν αυτών, ήταν ένοχος ή αθώος ο Οιδίποδας; Οι ερμηνείες και οι θέσεις διαφέρουν ριζικά. Ο ίδιος άλλωστε ο Σοφοκλής μοιάζει να μη δίνει κάποια τελική απάντηση στο ερώτημα αυτό. Στην εισαγωγή του στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ», ο Θρακιώτης υποστηρίζει ορθώς πως ενώ στον «Οιδίποδα Τύραννο», ο Οιδίποδας παρουσιάζεται ως ένοχος, αυτό αλλάζει στο τελευταίο μέρος της τριλογίας, όπως έχει ήδη ειπωθεί. Καταλήγει γράφοντας πως δε μπορεί να υπάρξει τελεσίδικη απάντηση στο ερώτημα περί της ευθύνης. Μοιάζει πράγματι μία έννοια αινιγματική[20].


Προκύπτει από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, πως στην ίδια την ουσία των τραγωδιών υπάρχει μία θεμελιώδης αμφισημία. Η αμφισημία αυτή δίνει ταυτότητα στα κείμενα και είναι αδύνατο να τα αποσυνδέσεις από αυτή. Δε θα πρέπει άλλωστε να λησμονείται πως η τραγωδία δεν είναι ένα κείμενο νομικό. Σκοπός της δεν είναι οι ορίσεις. Πρόκειται για κείμενο πρωτίστως καλλιτεχνικό αλλά και φιλοσοφικό. Η τραγωδία θέτει το ερώτημα περί του αν οι άνθρωποι είναι η πηγή και η αιτία των πράξεών τους.


Εν κατακλείδι, επισημαίνεται εκ νέου πως η κατηγορία της βούλησης, με την έννοια που την ορίζουμε σήμερα δεν απαντάται στα πρόσωπα της αρχαίας τραγωδίας. Οι έννοιες και οι φιλοσοφικές ιδέες είναι, όπως υποστήριζε ο Hegel, «γεννήματα της εποχής τους». Η ιστορικότητα αυτή των εννοιών, η οποία βέβαια αντικατοπτρίζει ορισμένη ιστορική πραγματικότητα, αφορά και στην έννοια της βούλησης, σκέψη η οποία βέβαια ,ηχεί στα αυτιά του σύγχρονου ανθρώπου τουλάχιστον ανοίκεια.



[1] Από τον τόμο «Μύθος και Τραγωδία στην Αρχαία Ελλάδα, Τόμος Α, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1988

[2] Jean Pierre Vernant, Le moment tragique (Η τραγική στιγμή), Encyclopédie Universalis 2009

[3] Σοφοκλής, Οιδίπους Τύραννος, μετάφραση του Γ, Θέμελη, Δαίδαλος – Ι. Ζαχαρόπουλος,, Εισαγωγή

[4] Στον Ευριπίδη ο χαρακτήρας της τραγωδίας αλλάζει, καθώς ο συγγραφέας στρέφεται προς τα πρόσωπα του μύθου και όχι στον ίδιο το μύθο, την ίδια την τραγική δηλαδή πράξη. Εδώ η τραγικότητα αποκτά περιεχόμενο πιο εσωτερικό, καθώς πλέον η σύγκρουση βιώνεται εντός του τραγικού ήρωα. Παρατηρείται μία διαδικασία «εκψυχολόγησης» της τραγωδίας. Η στροφή αυτή από την πράξη στα πρόσωπα είναι εμφανής στη Μήδεια, όπου το δράμα είναι η ίδια της η απόφαση, και έχει συνείδηση των πράξεών της τη στιγμή που τις εκτελεί.

[5] Αριστοτέλους, Περί Ποιητικής, μετάφρασις υπό Σ. Μενάρδου, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστία;

[6] Αξιολογικά, τεύχος 14

[7] Θ. Πενολίδης, οπ. π. , σελ 63

[8] Θ. Πενολίδης, οπ. π, σελ 67

[9] Αισχύλου, Αγαμέμνων, στ. 219 – 221, μετάφραση Κ.Χ. Μύρη, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

[10] Θ. Πενολίδης οπ. π., σελ. 70

[11] Αισχύλου, Αγαμέμνων, στ. 250- 251 κ 254 , μετάφραση Κ.Χ. Μύρη, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας

[12] Θ. Πενολίδης οπ. π., σελ. 68-69. Βλ. και Αριστοτέλους, Ποιητική, κεφάλαιο 11, χωρίο 1452a 22.

[13] Θ. Πενολίδης, οπ. π. σελ 62

[14] Σύμφωνα με την ανάλυση της τραγωδίας του Αριστοτέλη, ο μύθος της συνιστά μία ενιαία πράξη με αρχή, μέση και τέλος. Έτσι ο «Οιδίπους Τύραννος ξεκινά με την ανάγκη να βρεθεί ο φονιάς του Λάιου, για να απαλλαγεί η Θήβα από το λοιμό, και ολοκληρώνεται με την τύφλωση και την αυτοεξορία του Οιδίποδα, όπως όριζε ο χρησμός του Απόλλωνα. Στην έννοια αυτή της τραγικής πράξης αναγνωρίζει ο Αριστοτέλης τη διαφορά μεταξύ της ιστορίας, η οποία εξετάζει όλες τις ανθρώπινες πράξεις,, και της ποίησης, η οποία έχει ως αντικείμενο μία μεμονωμένη πράξη, την οποία ο ποιητής αφαιρεί από το ιστορικό της πλαίσιο και τη μελετά αναζητώντας εντός της το καθολικό.

[15] Θ. Πενολίδης, οπ. π. σελ. 63

[16] Jean Pierre Vernant, Le conscience tragique (Η τραγική συνείδηση), Universalis 2009

[17] Jean Pierre Vernant, Le conscience tragique (Η τραγική συνείδηση), Universalis 2009

[18] Ρενέ Ντεκάρτ, Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας, 2ος στοχασμός, μετάφραση Ευάγγελος Βανταράκης, εκδόσεις εκκρεμές, 2003

[19] Αισχύλου, Αγαμέμνων, στ 1475-1480, μετάφραση Κ.Χ. Μύρη, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας

[20] Jean Pierre VernantPierre Vidal Naquet, «Προσχεδιάσματα της βούλησης στην ελληνική τραγωδία», Τόμος Α, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1988

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου