Παρασκευή 7 Μαΐου 2010

Οι νεκροί της Marfin, η βία και εμείς

Την Τετάρτη το μεσημέρι, κατά τις τρεις, ήμουν μαζί με φίλους και συντρόφους στην ΓΑΔΘ, εντελώς κατά τύχη απ’ έξω και όχι μέσα. Περιμέναμε την απελευθέρωση συντρόφων που απρόκλητα και τυχαία προσήχθησαν μετά την βίαιη διάλυση από τους μπάτσους της διαδήλωσης της Θεσσαλονίκης. Ακόμη σοκαρισμένος από την εξαπόλυση της δολοφονικής μανίας δελτάδων, ΜΑΤ και των καμικάζι της ΔΙΑΣ πάνω στο σώμα της πιο μαζικής και δυναμικής πορείας στην οποία ποτέ έλαβα μέρος. Περιμένοντας την αναμενόμενη απελευθέρωση, με ανάμικτα συναισθήματα. Από τη μία το αίσθημα της δύναμης και της ελπίδας, απόρροια της αλληλεγγύης και του δυναμισμού της πορείας, απόρροια της πεποίθησης ότι ανυπότακτοι και εξεγερμένοι, όσοι βρεθήκαμε στο δρόμο σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας, δώσαμε υπόσχεση ότι θα συνεχίσουμε μέχρι την νίκη. Με φτερά στην σκέψη και στην καρδιά γιατί όλους μας κατέκλυζε το αίσθημα της βεβαιότητας για τον δίκαιο αγώνα που γινόταν επιτέλους πράξη. Συγκινημένοι γιατί αυτό το ποτάμι των διαδηλωτών, με οργή που ξεχείλιζε και με λάμψη στα ματιά, είχε πάρει την απόφαση της σύγκρουσης στο δρόμο με όσους θέλουν να μας πεθάνουν, να μας μετατρέψουν σε σκλάβους και να μας ξεζουμίσουν. Τα συναισθήματα που ως προάγγελος της νίκης με κυρίευαν, μετριάζονταν από το αίσθημα της κατάφωρης αδικίας. Μπροστά στα μάτια όλων, την είδαμε να ορθώνεται ενδεδυμένη το μανδύα της βίας που μόνο η εξουσία μπορεί να μεταχειρίζεται και απέναντί στην οποία κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι νιώθει κάποιες φορές ανήμπορος. Μετριάζονταν από την ασφυξία που προκαλεί η σκέψη ότι φίλοι βρίσκονται στα χέρια των εξουσιαστών και υπομένουν τον εξευτελισμό και την προσβολή, αν όχι την ωμή βία τους. Έτσι νιώθαμε, μέχρι που καταλάβαμε τι πάει να πει ανάμικτα συναισθήματα.


Κατά τις τρεις κάποιος είπε πως στην Αθήνα είχαν σκοτωθεί τρεις. Παγώσαμε. Κυριολεκτικά. Σαν να με πλάκωσε μια πέτρα στο στήθος, που ήταν πιο μεγάλη από εμένα, πιο μεγάλη από το ποτάμι των διαδηλωτών, πιο μεγάλη από την ελπίδα και την προσμονή της δικαίωσης, πιο μεγάλη από την ζωή και την μάχη για την ελευθερία. Ο χρόνος κύλησε χωρίς να το καταλάβουμε, οι σύντροφοι βγήκαν, κάποια στιγμή γυρίσαμε σπίτι. Λες και ήμασταν φαντάσματα, εξαντλημένοι, κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο και δε ρωτούσαμε τίποτα, αφού τα ξέραμε όλα. Δεν κατάλαβα πώς κοιμήθηκα. Το πρωί ο πόνος ήταν ανυπόφορος. Βουβά δάκρυα. Οργή. Μίσος. Δεν είχα δύναμη για τίποτα. Ούτε να κατέβω στο δρόμο.


Σαρανταοχτώ ώρες μετά βρήκα τη δύναμη και γράφω. Στην Marfin σκοτώθηκαν τέσσερις άνθρωποι από ασφυξία. Κάποιοι πέταξαν βενζίνη και μολώτωφ στην τράπεζα. Δεν ξέρω ποιο το έκαναν. Ίσως το έκαναν μπάτσοι, ακροδεξιοί, προβοκάτορες. Η εξουσία δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα, αυτοί θα σκότωναν και την μάνα τους για να συνεχίζουν να είναι στα πόστα που τους παρέχουν ασυλία, ή για να συνεχίσουν να εκτοξεύουν το βόθρο που αναβλύζει κάθε φορά που ανοίγουν τα στόματά τους για να εκπέμψουν τις ηλιθιότητές τους περί φυλής, προγόνων κλπ. Αυτοί είτε το έκαναν είτε δεν το έκαναν, είναι το ένα και το αυτό. Λίγα πράγματα αλλάζουν. Έχουν έτσι κι αλλιώς θάψει τόσο κόσμο στα εργοτάξιά τους για τις φιέστες των ολυμπιακών. Έχουν τα χέρια τους βουτηγμένα στο αίμα των μεταναστών που πνίγονται στις θάλασσες ή που διασύρονται και σκοτώνονται στην Ηλεία από φασίστες. Έχουν σκοτώσει εφήβους όπως ο Αλέξης, με κρύο αίμα και στο ψαχνό. Έχουν σκοτώσει αγωνιστές εν ψυχρώ. Έχουν σκλαβώσει εκατομμύρια ανθρώπων στον τρίτο κόσμο για να κερδίζουν τρισεκατομμύρια ενώ εκείνοι λιμοκτονούν. Έχουν καταδικάσει και φυλακίσει αθώους με καθαρή συνείδηση. Business as usual. Κανένα πρόβλημα.


Κανένα πρόβλημα και για τα ΜΜΕ. Τουναντίον. Η καλύτερη τους. Διακόπτουν την απεργία τους. Αυτό φυσικά δεν θα το έκαναν ποτέ χωρίς αυτούς τους νεκρούς. Γιατί δεν έιναι λόγος το ότι κατέβηκαν 200 χιλιάδες στον δρόμο και πήγαιναν προς τη βουλή. Δεν είναι λόγος ικανός να τους κάνει να διακόψουν την απεργία τους η λαϊκή εξέγερση. Κάθε τι όμως που τους δίνει τη δύναμη να χτυπήσουν την εξέγερση είναι τέτοιος λόγος. Και δεν θα έχαναν την ευκαιρία. Με μόλις κρυμμένη την χαρά τους σκύλευσαν τα πτώματα των νεκρών πριν καν οι θάνατοι επιβεβαιωθούν. Χύνοντας ψεύτικα δάκρυα μελαγχόλησαν που αυτή η μεγαλειώδης μέρα για το κίνημα αμαυρώθηκε, που η μεγαλύτερη διαδήλωση της μεταπολιτευτικής ιστορία βάφτηκε με αίμα. Άλλο που δεν έδειξαν ούτε μια εικόνα αυτής της απεργίας-διαδήλωσης. Άλλο που δεν αναρωτήθηκαν, για να μην ξυπνήσουν τους τελευταίους που τους ακούν ακόμη, τι στον διάολο αλλάζει μετά την απεργία και την τρομακτική δια-δήλωση του λαού. Άλλο που συνέχισαν το χαβά τους για τον τουρισμό και τις εκλογές στην Βρετανία σαν να μην υπήρξε ποτέ η 5η Μαΐου. Εκτός από το αίμα που χύθηκε εκείνη την ημέρα.


Τα ίδια και το ανδρείκελο ο πρωθυπουργός. Μιλούσε, μιλούσε, και για να πιστέψει κανείς πως πόνεσε για τον χαμό των ανθρώπων θα πρέπει να είναι εντελώς ηλίθιος. Δύο πράγματα έλεγε. Προάσπιση της δημοκρατίας, αποτροπή της βίας. Με άλλα λόγια, ετοιμαστείτε για χούντα. Γιατί αυτοί που προστατεύουν την δημοκρατία επιβάλλουν τις χούντες. Γιατί αυτοί θα ορίσουν τι εστί βία. Και δεν θα αναγνωρίσουν βία στις προσαγωγές, στο ξύλο στις πορείες, στις φυλακίσεις, στη δουλεία για ένα κομμάτι ψωμί, στην εξουσία του κάθε κομματόσκυλου. Στο ύφος του δικαστή που ξύνει τα παπάρια του και την ίδια στιγμή ρίχνει τέσσερα χρόνια ανερυθρίαστα σε έναν αθώο. Δεν θα δουν καμία άσκηση βίας στους κοινωνικούς αποκλεισμούς, στο ρατσισμό, στην επανασυλοποίηση των ψυχιατρείων, στην πλύση εγκεφάλου και στην κατατρομοκράτηση του κόσμου από τα καθεστωτικά ΜΜΕ. Για αυτούς δεν είναι βία η υγεία για λίγους, δεν είναι βία το ότι αν κανείς δεν έχει ασφάλιση ψοφάει. Δεν είναι βία η παιδεία που καταστρέφει τις ζωές χιλιάδων μαθητών κάθε χρόνο. Δεν είναι βία η ανεργία. Δεν είναι βία η απειλή τη χρήσης της.


Βία είναι για τους εξουσιαστές και τους υπηρέτες τους η απεργία. Η κατάληψη των ξεπουλημένων λιμανιών. Η προσπάθεια επανοικειοποίησης του δημόσιου χώρου. Η πολιτική διαφωνία. Η διεκδίκηση. Τα πανώ στην ακρόπολη. Οι συνελεύσεις που μετά το Δεκέμβρη ξεπηδούν δεξιά και αριστερά. Η αμφισβήτηση του καθεστωτικού συνδικαλισμού. Οι μαζικές πορείες. Η κατάληψη των τηλεοπτικών πλατώ από απελπισμένους αδιόριστους εκπαιδευτικούς που δεν τους ακούει κανείς. Η υψωμένη γροθιά των συνταξιούχων που δεν τρώνε άλλο πια το παραμύθι της πατρίδας και της τηλεόρασης. Βία είναι, εν ολίγοις, κάθε τι που εναντιώνεται στα σχέδιά τους. Δεν με ενδιαφέρει αν είναι ηλίθιοι ή καθάρματα. Το ίδιο μου κάνει. Είναι απλώς επικίνδυνοι για το λαό, είναι απλώς εχθροί του.


Οι μισοί τοίχοι μετά από πορείες γράφουν Φωτιά στις τράπεζες. Ακόμη και τα μωρά θα μπορούσαν να υποθέσουν ότι ήταν επικίνδυνο να είναι ανοιχτή μία τράπεζα του κέντρου της Αθήνας την Τετάρτη το πρωί. Ο Βγενό, όχι. Ο νέος εθνικός ήρωας, η ελπίδα της πατρίδας, έκρινε σκόπιμο να ανοίξει η τράπεζά του στη Σταδίου. Για την ακρίβεια έκρινε σκόπιμο να κλειδώσει τους εργαζόμενους μέσα στην τράπεζα και να τους βάλει να δουλεύουν μία τέτοια μέρα. Μιας και ο λόγος περί βίας, ας φανταστούμε πως τίποτα δεν έγινε και όλα κύλησαν ομαλά, χωρίς μολώτωφ και μαλακίες. Ας σκεφτούμε ανθρώπους 30-35 χρονών, γονατισμένους οικονομικά και με τσεκουρεμένες τις ελπίδες τους, να βρίσκονται κλειδωμένοι στον πρώτο όροφο της Marfin. Να δουλεύουν γιατί αλλιώς θα απολυθούν και να ακούν από μακριά να πλησιάζει το ποτάμι της διαδήλωσης. Να νιώθουν την ανημποριά τους να κάνουν οτιδήποτε, να μην έχουν καν τη δυνατότητα να δουν στο διαδίκτυο τι συμβαίνει στον έξω κόσμο. Να νιώθουν την απόλυτη ισοπέδωση από έναν μηχανισμό που τους αντιμετωπίζει ως κρέας όχι για τα κανόνια του, αλλά για να κονομάει. Ο απόλυτος εξευτελισμός. Ούτε ο Όργουελ, ούτε ο Χάξλεϋ μπορούσαν να το φανταστούν. Συνθήκες του πιο άγριου καπιταλισμού, πιο άγριου από τις πόλεις εργοστάσια της Ασίας. Ο Βγενό ξέρει. Έτσι λένε. Φαίνεται πως έχουν δίκιο. Όντως ξέρει. Ξέρει, αλλιώς δεν θα έφταναν στο σημείο να προτείνουν διάφορες φωνές να του δώσουμε την χώρα εν λευκώ. Ξέρει, αφού κονόμησε με μπίζνες δεν ξέρω και εγώ πού, αφού μας έκατσε στο κεφάλι σαν πράσινη καρδιά, αφού πήρε για ένα ξεροκόμματο την ολυμπιακή και δεν τήρησε ούτε τα προσχήματα συγχωνεύοντάς την αμέσως με τους εχθρούς του, αφού έκανε τον νταή στον γίγαντα Σηφουνάκη, τώρα τον παρακαλάμε να σώσει και τη χώρα. Όποιος τον είδε να δείχνει τον αριθμό τρία με τα δάκτυλά του προσερχόμενος στον τόπο του εγκλήματος, κατάλαβε. Ο Βγενό ξέρει: ότι θα χάσει.


Και αν το έγκλημα το έκαναν, εκτός από όλους τους προηγούμενους, και κάποιοι από εμάς; Τότε τι γίνεται και τι λέμε; Προσωπικά δεν θεωρώ καθόλου απίθανο να έγινε έτσι. Μία φορά στις χίλιες μολότοφ, μία θα την κάνει την ζημιά. Αυτό έγινε προχτές. Δεν θέλω να πιστέψω πως αυτοί που το έκαναν το έκαναν έχοντας επίγνωση του ότι μέσα δούλευαν άνθρωποι, δεν θέλω να πιστέψω πως δεν ήταν εξ αμελείας αλλά εκ προθέσεως. Αν ισχύει το τελευταίο, τότε είναι καθάρματα και εχθροί του κινήματος που πλημμυρίζει τους δρόμους της χώρας. Αν είναι έτσι, οι λογαριασμοί μας τελειώνουν εδώ. Έχουν όλο το μίσος και την περιφρόνησή μου και τους κατατάσσω στους εχθρούς. Απλά, καθαρά, ξάστερα και όσο πιο μανιχαϊστικά γίνεται, είναι εχθροί του λαού.


Η πιο ενδιαφέρουσα από πολιτικής άποψης εκδοχή είναι να έγινε από αμέλεια, από άτομα της διαδήλωσης, από αυτούς που συχνά ονομάζουμε τα πιο προωθημένα μέλη του κινήματος. Στην περίπτωση αυτή η συζήτηση διευρύνεται και αγγίζει ένα θέμα ταμπού για πολλούς ακόμη και μέσα στα ριζοσπαστικότερα κομμάτια της κοινωνίας : την βία εν γένει. Θα προσπαθήσω σύντομα να εκθέσω την άποψή μου και χωρίς να επεκταθώ –επιφυλάσσομαι για περισσότερα στο σύντομο μέλλον.


Σε μία εξέγερση, σε μία ανοιχτή σύγκρουσή η βία είναι αναπόφευκτη. Είναι αστείο και ανιστορικό να θεωρεί κανείς πως η βία είναι ίδιον των εχθρών ή είναι περιττή στους κοινωνικούς, πολιτικούς, εθνικοαπελευθερωτικούς και άλλους αγώνες. Μάλλον δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση στην ιστορία που κάποια μείζονα αλλαγή συντελέστηκε αναίμακτα. Ούτε φυσικά εκείνη επί της οποίας θεμελιώθηκε ο σημερινός δυτικός καπιταλιστικό κόσμος, η γαλλική επανάσταση που έμαθε στον κόσμο τι σημαίνει τρομοκρατία. Η βία στην πραγματικότητα δεν είναι το πρόβλημα. Είναι το πρόβλημα μόνο για αυτούς που την φετιχοποιούν, τουλάχιστον πιο πολύ από ότι οι περισσότεροι. Δεν είναι το πρόβλημα για τους εξουσιαστές και για τους καπιταλιστές. Αν ασκείται από αυτούς, απλώς δεν είναι βία. Αν ασκείται από μεμονωμένες ομάδες με πολιτικό λόγο, συνήθως ρίχνει νερό στο μύλο της καταστολής. Η βία δεν είναι το πρόβλημα ούτε για τα μαζικά λαϊκά κινήματα. Δεν εννοώ εδώ την βία που υφίστανται σε καιρό ειρήνης. Αλλά την βία σε καιρό πολέμου, όπως τώρα. Δεν είναι πρόβλημα γιατί την περιμένουν, την γνωρίζουν και την αντιπαλεύουν. Δεν είναι πρόβλημα, όσα δάκρυα και αν χύνουμε για τα θύματά της, γιατί οι εξεγερμένοι το ξέρουν πως θα την υποστούν, προκαταβολικά πενθούμε όσους θα χαθούν, όπως πενθούμε και όσους έπεσαν σε όλη την ιστορία των κινημάτων. Η βία θα εξαπολυθεί πάνω μας με ακόμη περισσότερη ορμή και το γνωρίζουμε και το αντιμαχόμαστε και θα το αντιμαχόμαστε εώς ότου θριαμβεύσουμε ή μας συντρίψουν. Η βία εναντίον του κινήματος είναι ο σπασμός ενός συστήματος που περιφρονούμε και μάχεται ενάντια στην ανατροπή του. Την μισούμε, θέλουμε να την εκμηδενίσουμε, θα την παλέψουμε. Είναι το ίδιο το όπλο του συστήματος, και έτσι δεν είναι, πώς να το πω, θεωρητικό πρόβλημα. Είναι ο ίδιος ο εχθρός.


Η βία που συμβαδίζει με το κίνημα είναι το αγκάθι. Συνοπτικά η θέση μου είναι: αν ο εχθρός παραδοθεί, η βία είναι περιττή. Αν όχι, είναι αναγκαία. Ο αντίπαλος όμως, όχι μόνο έχει το προνόμια της νόμιμης χρήσης της, αλλά είναι επιπλέον, με όρους συσχετισμού δυνάμεων, πανίσχυρος. Ο στόχος μας πρέπει να είναι να τον αναγκάσουμε να παραδοθεί. Και ο τρόπος για αυτό είναι ένας και μόνο ένας. Όλοι στους δρόμους. Δεν μπορούν να μας σκοτώσουν όλους. Αν ο λαός βγει στον δρόμο, θα φάνε δύο, τρεις, τριανταεφτά όπως στην Αργεντινή˙ τελικά θα πέσουν. Μπορεί στα θύματα να είμαι εγώ, κάποιος αγαπημένος μου, κάποιος γνωστός σύντροφος, ή να είναι όλοι άγνωστοι. Ό,τι και να γίνει όμως, το λαϊκό κίνημα που ξεσηκώνεται θα νικήσει. Αν είναι μαζικό δεν είναι δυνατόν η εξουσία και η βία της να το νικήσει, γιατί η βούληση του λαού είναι ανίκητη. Συγκεκριμένα λοιπόν: δεν πρέπει επ’ ουδενί να ενδώσουμε στην στυγνή προπαγάνδα και να αποκυρήξουμε τον στοχοποιημένο αναρχικό χώρο εξαιτίας όσων έγιναν προχθές. Μέσα σε αυτόν φωλιάζουν άνθρωποι υπέροχοι, ανυπότακτοι, ελεύθεροι και μας δείχνουν τον δρόμο σε καιρούς σκοτεινούς. Οι αναρχικοί είναι κομμάτι αναπόσπαστο του κινήματος, κομμάτι αξεχώριστο του εξεγερμένου λαού. Είναι σύντροφοί μας. Και φυσικά σε πείσμα όσων προσπαθούν να μας τους παρουσιάσουν ως στυγνούς εγκληματίες, δεν είναι τέτοιοι.


Σήμερα όμως, πρέπει να είμαστε σε θέση να δούμε πως τα πράγματα είναι πλέον πολύ μεγαλύτερα από εμάς. Δεν μιλάμε για μικρές ή λίγο μεγαλύτερες πορείες με σπασίματα, μιλάμε για μία χώρα στα σύνορα της εξέγερσης. Μία ή δέκα μολότοφ δεν προσφέρουν τίποτα σε ένα ποτάμι διακοσίων χιλιάδων ανθρώπων. Ούτε σε μαχητικότητα, ούτε σε αποτελεσματικότητα, ούτε σε φρόνημα και ηθικό. Σήμερα το εγώ του καθενός μας πρέπει να υποταχθεί στην καθολική βούληση της αγανάκτησης και της οργής του λαού- ημών των ίδιων δηλαδή, αλλά ως ένα σώμα με μία θέληση. Το πλήθος των χιλιάδων θα δείξει τον δρόμο και θα επιβάλλει το νόμο του. Και αυτός θα είναι το δίκαιο. Όποιος και αν είναι.


Το δίκαιο που θα επιβάλλουν οι εξεγερμένοι στις επόμενες κρίσιμες ημέρες θα είναι πάνω από κάθε θεωρία περί βίας, γιατί θα είναι η ίδια η ελευθερία εν τω γίγνεσθαι. Αυτό το δίκαιο είναι το ίδιο με αυτό των θυμάτων της MARFIN. Το ίδιο με αυτό του αγέννητου βρέφους. Αγωνιζόμαστε για κοινωνική δικαιοσύνη, ελευθερία, απαλλαγή από τα δεσμά που θέλουν να μας επιβάλλουν. Να κάνουμε τα πάντα ώστε κανείς να μην πτοηθεί από την τραγωδία της Τετάρτης. Ο αγώνας μόλις άρχισε και θα είναι σκληρός. Τα θύματα της MARFIN είναι δικά μας θύματα, θύματα του δικού μας αγώνα και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνά κανείς μας. Όλοι στους δρόμους να κάνουμε το κίνημα ακόμη ισχυρότερο. Τόσο ισχυρό που να αρκεί και μόνο να βαδίσει προς την βουλή για να νικήσει. Θυμόμαστε τους νεκρούς μας και συνεχίζουμε ως τη νίκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου