Τρίτη 25 Μαΐου 2010

Τα κόμματα της Αριστεράς

Για τα κόμματα της αριστεράς είναι μάλλον τέσσερις οι στιγμές στη διάρκεια του 20ου αιώνα που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την πορεία τους και μάλιστα σε παγκόσμια κλίμακα. Η πρώτη είναι η περίοδος του Α’ ΠΠ και των επαναστάσεων, επιτυχημένων ή αποτυχημένων, που τον ακολούθησαν. Η δεύτερη είναι αυτή του Β’ ΠΠ. Η τρίτη είναι η περίοδος ‘67/’68 και η τέταρτη αυτή που ακολουθεί την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Τώρα ζούμε, κατά την άποψή μου, την πρώτη του 21ου αιώνα.


Ποια μπορεί να είναι η στάση μας σήμερα απέναντί στα κόμματα της αριστεράς εν γένει, αυτών που είναι εντός του κοινοβουλίου και των εξωκοινοβουλευτικών; Πριν από αυτό, ποια είναι η δική τους στάση απέναντι στην παρούσα συγκυρία και απέναντι στην κοινωνία που προσβλέπει σε αυτά; Αρχικά όμως ας επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σε ένα τρίτο ερώτημα. Έχουμε λόγους να προσβλέπουμε σε κάτι από τα κόμματα της αριστεράς και αν ναι, τότε σε τι;


Ο τρόπος που τίθεται το ερώτημα είναι σκοπίμως γενικός. Κατά την γνώμη μου, και αυτό είναι κάτι που το έχω γράψει ξανά, η μόνος δρόμος για την αριστερά είναι ενιαίο μέτωπο, ταξικό και προσπάθεια συσπείρωσης των εργαζομένων και όλων όσων αντιδρούν στην επέλαση του κεφαλαίου υπό την σκέπη του. Σε αυτό μπορούμε, θεωρητικά τουλάχιστον, να προσβλέπουμε. Σε μία προσπάθεια ενωτική από τα πάνω(αυτό εννοείται δεν αποκλείει και δεν αντιφάσκει με μία τέτοια προσπάθεια από τα κάτω- θα επανέλθουμε, αλλά εδώ το θέμα μας είναι τα κόμματα).


Υπάρχουν πολλοί που είναι απογοητευμένοι από τα κόμματα της αριστεράς συνολικά. Πολλοί ακόμη που επιχειρούν να τα αγνοήσουν ολοκληρωτικά ή και να τα αποκλείσουν στην προσπάθειά τους να συγκροτήσουν μία πρόταση περί του πώς θα οργανωθεί η δυσαρέσκεια απέναντι στην εξουσία του κεφαλαίου και πώς θα δρομολογηθεί η ταξική σύγκρουση. Προσωπικά θεωρώ πως όσοι αισθάνονται απογοητευμένοι έχουν δίκιο. Ανήκω σε αυτούς. Γιατί όμως;


Στην Ελλάδα, ενδεχομένως και αλλού, αυτό που διαχρονικά προβάλλεται ως το μείζον πρόβλημα της αριστεράς, είναι ο κατακερματισμός της. Σε κάθε εκλογική διαδικασία μετέχουν πάνω από δέκα αριστερά κόμματα, αριθμός που είναι μάλιστα μειωμένος σε σχέση με προηγούμενα χρόνια, πριν δηλαδή προκύψουν και τα ενωτικά εγχειρήματα του ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η διάσπαση στην αριστερά όμως δύναται να αντιμετωπιστεί ως εγγενής της πολιτικής της θέσης. Διότι όταν σκοπός σου είναι η συγκρότηση ενός πόλου εξουσίας που λίγο πολύ θα διαχειρίζεται την κατάσταση, θα κυβερνά εκ περιτροπής και θα έχει ως πολιτική μέριμνα να ακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις με καθυστέρηση 5-10 ετών, τα πράγματα είναι εύκολα. Όταν όμως αποβλέπεις στην ανατροπή του συστήματος, εκκινείς από την θέση της ηττημένη μειοψηφίας και οφείλεις να έχεις μία πρόταση επαναστατική αλλά και συγκροτητική μίας νέας μορφής κοινωνίας, τα προβλήματα είναι πολλά. Πολλώ δε μάλλον στο βαθμό που τα κόμματα της αριστεράς είναι ιστορικά. Κουβαλούν την πορεία μείζονων ανακατατάξεων και προέκυψαν τα περισσότερα από διασπάσεις. Η σύγκρουση δηλαδή σε πολλές περιπτώσεις είναι αποτέλεσμα διαφορών, ρήξεων και όχι παρθενογενέσεων. Επιπλέον, πολλές από τις περίφημες διασπάσεις προέκυψαν όχι έπειτα από ασκήσεις επί χάρτου, αλλά στην δίνη σοβαρών πολιτικών αναταραχών. Η θεωρία διαφοροποιήθηκε από σοβαρές ή όχι και τόσο σοβαρές διαφορές και στην πράξη. Δεν έχουμε να κάνουμε με την απλουστευτική εικόνα αγκυλωμένων γραφειοκρατών που επιχειρούν να διατηρήσουν μία ταυτότητα μέσα σε ένα τοπίο πολυδιάσπασης. Η διάσπαση είναι κατά την άποψη μου εγγενές στοιχείο μίας αριστερής, ανατρεπτικής πολιτικής πρότασης, και αυτός πρέπει να είναι καταρχάς ένας λόγος για να μετριάζεται η απογοήτευση.


Ένας ακόμη λόγος πρόκλησης απογοήτευσης και δυσπιστίας είναι η γενίκευση την οποία μόλις τώρα ο ίδιος υιοθέτησα. Τα κόμματα της αριστεράς δεν μπορεί συλλήβδην να κατηγορούνται και μάλιστα για το ίδιο έγκλημα. Έτσι, ο καταμερισμός της δυσαρέσκειας οφείλει να κατατάσσει τα περισσότερα μικρά κόμματα(ΚΚΕμ-λ, μ-λΚΚΕ, ΕΕΚ, ΝΑΡ και άλλα), στην δυσαρέσκεια λόγω της διάσπασης και του κατακερματισμού, για την οποία έγραψα. Σε δεύτερη κατηγορία, για τελείως διαφορετικούς λόγους, ανήκουν το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ.


Το ΚΚΕ είναι μάλλον η πλέον πονεμένη ιστορία. Ένα κόμμα που έχει καταστεί στη συνείδηση του λαού που δεν το ψηφίζει ορισμός του πολιτικού απολιθώματος(στην καλύτερη περίπτωση) ή συνήγορος υπεράσπισης των αδυνάτων(στην χειρότερη περίπτωση!!!), στο πλαίσιο επίλυσης των διαφορών στο κοινοβούλιο-δικαστήριο. Αυτή η τελευταία άποψη έναντι στο ΚΚΕ είναι αυτή που νομιμοποιεί στις συνειδήσεις των αντιδραστικών το ΚΚΕ, περισσότερο και από ό,τι το νομιμοποιεί η ιστορία του στις συνειδήσεις των αριστερών. Έτσι καθίσταται δυνατόν να το συγχαίρει για την στάση του ο Μητσοτάκης, ο Χατζηνικολάου και όλο το συνάφι που το κολακεύει και το τοποθετεί στην θέση του(κάποιος πρέπει να είναι και με τους εργάτες) επειδή απλώς δεν το φοβάται(η πρόσφατη μεταστροφή που κόντεψε να μας πείσει πως το ΚΚΕ πρέπει σχεδόν να κυρηχθεί παράνομο, δεν καταδεικνύει τόσο την ισχύ του που άρχισε να τρομάζει, όσο το πόσο αποθρασύνεται μπροστά στον γενικότερο κίνδυνο η άρχουσα τάξη˙ άλλωστε το ίδιο το ΚΚΕ μετά από αυτά έσπευσε να πάρει αποστάσεις ακόμη και από την μεγαλειώδη διαδήλωση της 5/5). Ειδικότερα στην πρόσφατη ιστορία του έχει προβληματίσει, πληγώσει και απογοητεύσει τόσο με την συνεργασία του ’89, όσο και με την στάση του το Δεκέμβρη του ’08(για να μην αναφερθούμε σε άλλες περιπτώσεις μάλλον μικρότερης σημασίας). Τον Δεκέμβρη, έφτασε δε σε σημείο να κατηγορεί τους εξεγερμένους ακόμη και για μαστροπεία!!! Η φοβική του στάση ενώπιον κάθε ριζοσπαστικής πολιτικής πράξης που δεν μπορεί να κατανοήσει και να ελέγξει(να περιφρουρήσει) είναι παροιμιώδης και σε τελική ανάλυση προδοτική. Τον Δεκέμβρη το ΚΚΕ προσέβαλε, πρόδωσε και κατασυκοφάντησε την εξέγερση για να συνταχτεί τελικά με τα πλέον αντιδραστικά κομμάτια της κοινωνίας. Έγινε εν τέλει το όχημα που νομιμοποίησε στις συνειδήσεις πολλών ακόμη και προτάσεις όπως η χρήση του στρατού ενάντια στους εξεγερμένους(στη βάση του: αν το λέει ακόμη και το ΚΚΕ, τότε όντως πρόκειται για αλήτες) Η αλήθεια είναι πως όταν ένα κόμμα αποκτά τόσο απροκάλυπτα καταγγελτικό λόγο απέναντι σε ριζοσπαστικά τμήματα της κοινωνίας έιναι δύσκολο να κερδίσει την εμπιστοσύνη μας. Τι μπορεί να αντιτάξει κανείς μετά από αυτά υπερασπιζόμενος την πίστη πως ακόμη και το ΚΚΕ είναι ένα κόμμα στο οποίο μπορεί να προσβλέπει κανείς; Πρώτα πρώτα και κυρίως πώς η τωρινή συγκυρία - για πολλούς λόγους που δεν είναι της παρούσης, δεν είναι Δεκέμβρης. Η διαφορετική κατάσταση, η διαφορετική ανάλυση, ο διαφορετικός ορίζοντας και κυρίως η διαφορετική από κάθε άποψη συμμετοχή αφήνει περιθώρια ώστε να προσδοκά κανείς μία άλλη στάση. Πως το ΚΚΕ έχει σημαντική διείσδυση στην κοινωνία. Πως είναι το κόμμα με την μεγαλύτερη διείσδυση σε χώρους εργασίας˙ εκεί μάλιστα η δράση του αν και συχνά αντιδραστική και αναίτια διασπαστική δεν είναι καθόλου αμελητέα. Πως έχει οργάνωση, που είναι, όπως και να το κάνουμε, χρήσιμη στην σύγκρουση.


Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μία άλλη μα εξίσου ενδιαφέρουσα ιστορία, διότι μας δείχνει μια ενδεχόμενη κατάληξη της αιτούμενης ενότητας, όταν επιχειρείται την ίδια στιγμή να διατηρηθεί και να καταστεί ακόμη και επίσημο(βλέπε τάσεις) το δικαίωμα του να διατηρούν οι συμμετέχοντες σχηματισμοί σημαντική αυτονομία έναντι της αρχής. Στον ΣΥΡΙΖΑ η απογοήτευση έχει νομίζω τρεις μείζονες αιτίες. Αρχικά την εσωτερική πολυφωνία που μάλιστα εμπερικλείει και απόψεις που απέχουν τόσο που προκαλούν ερωτηματικά για το νόημα της ίδιας τους της συνύπαρξης. Δεύτερον, την έλλειψη ισχυρής ταξικής βάσης, οργάνωσης και σαφούς πολιτικού στίγματος. Τρίτον, το γεγονός πως ο ΣΥΝ έχει στο παρελθόν ταχθεί υπέρ αποφάσεων όπως η υπερψήφιση της συνθήκης του Μάαστριχτ, μία από αυτές που οδήγησαν στην ΕΕ του κεφαλαίου, όπως την γνωρίζουμε πλέον όλοι. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι δύσκολο να πει κανείς αν πέτυχε ή όχι ως πολιτικό εγχείρημα. Η αίσθησή μου είναι πως απέτυχε, αν και η εμπειρία της διαδρομής του είναι εξαιρετικά χρήσιμη. Σε περιπτώσεις όπου είχε την ευκαιρία- πάλι εδώ ο Δεκέμβρης και μαζί η δημοσκοπική άνοιξη που προηγήθηκε- να διαμορφώσει ένα ρεύμα επιρροής και κυρίως να αποσαφηνίσει τα πολιτικά του χαρακτηριστικά, απέτυχε παταγωδώς και είναι σήμερα ένα κόμμα του οποίου πολλοί τις θέσεις αγνοούν- ακόμη και εντός του. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εξελιχθεί σε κόμμα των αναποφάσιστων ψηφοφόρων˙ είναι η εναλλακτική που εγκαταλείπουν τελευταία. Η πολυφωνία έγινε συνώνυμη της έλλειψης πολιτικής βούλησης και απόφασης και μοιραία ταλανίζεται μονίμως από τα εσωτερικά του. Μοιραία φαίνεται δεμένος γύρω από τον πάσαλο της εσωτερικής ισορροπίας του.


Με τα παραπάνω δεδομένα, ας επιστρέψουμε στην αφετηρία. Έχουμε λόγους να προσβλέπουμε σε μία ενωτική προσπάθεια από τα επάνω, ή τα κόμματα έχουν απλώς και τελεσίδικα ξοφλήσει; Μπορεί η απογοήτευσή μας από τα κόμματα να δικαιολογήσει την τελική και ανέκκλητη απαξίωσή τους; Θεωρώ πως όχι. Ακόμη και στο διάστημα των τελευταίων ετών, τα κόμματα αυτά λιγότερο ή περισσότερο αποτέλεσαν πυρήνες πολιτικού προβληματισμού, ανάλυσης και απόπειρες να συγκροτηθεί και να εκφραστεί πολιτική θεωρία. Αποτέλεσαν χώρο πολιτικού διαλόγου, μελέτης της ιστορίας των επαναστατικών κινημάτων και πολιτικών ζυμώσεων. Κάποια από αυτά είχαν ακτιβιστική, κινηματική δράση ενώ σε καιρούς δύσκολους για το νωθρό συνδικαλισμό επιχειρούσαν να διεισδύσουν στους χώρους εργασίας. Για το ΚΚΕ εξέθεσα ήδη κάποιους επιπλέον λόγους. Για τον ΣΥΡΙΖΑ και για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να συνυπολογίσει κανείς την ήδη εκπεφρασμένη εν τις πράγμασι διάθεση για πολιτική συνεργασία(δεν εννοώ φυσικά την συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ!) καθώς και ό,τι στα δύο αυτά κόμματα συσπειρώνεται σημαντικό μέρος του πλέον ριζοσπαστικοποιημένου τμήματος της κοινωνίας. Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονούμε πως η ελληνική αριστερά δεν είναι και ποτέ δεν ήταν η παγκόσμια πρωτοπορία και πως σε άλλες χώρες η κατάσταση στην οποία αυτή περιήλθε εσχάτως είναι πολύ χειρότερη από την εδώ κατάσταση.


Τι μας λένε λοιπόν σήμερα τα κόμματα αυτά; Στην προηγούμενη ανάρτηση λίγο πολύ σκιαγράφησα την άποψή μου, που πιστεύω πως είναι κοντά με αυτήν των περισσοτέρων. Δεν μας λένε και πολλά. Αδυναμία υιοθέτησης μίας συνεκτικής ανάλυσης για την κρίση στην Ελλάδα και στον παγκόσμιο οικονομικό-πολιτικό σύστημα εν γένει. Αδυναμία συγκρότησης ολοκληρωμένης πολιτικής πρότασης. Αδυναμία ανάδειξης της ταξικότητας της σύγκρουσης. Αδυναμία λήψης ουσιαστικών πρωτοβουλιών που δεν θα καθιστούν την αριστερά ουραγό αλλά θα της αφήνουν περιθώρια να λαμβάνει ενίοτε την πρωτοβουλία στο ταχέως εξελισσόμενο πολιτικό σκηνικό. Ρωτώ επί παραδείγματι: γιατί δεν καλεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ή κάποιος άλλος σε διάλογο με στόχο την σύγκλιση όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς; Πόσο σημαντικότερη και πιο δικαιολογημένη τακτικά, στρατηγικά, πολιτικά είναι η συνάντηση Τσίπρα-Σαμαρά από μία τέτοια πρωτοβουλία;


Τι άλλο μας δείχνει η αριστερά; Πως έχει ξεχάσει να ασκεί πολιτική. Είπα πως η διάσπαση καθ’ εαυτή σε έναν πολιτικό χώρο όπως ο υπό συζήτηση, είναι αποδεκτή και σε κάποια έκταση, θα τολμούσα να πω, ακόμη και ευκταία. Όπως έλεγε και ένας σύντροφος πρόσφατα, η αριστερά δεν είναι πάντα απαραίτητη, γίνεται όμως απολύτως απαραίτητη σε περιόδους σαν και αυτή που διανύουμε. Η αριστερά έχει ξεχάσει να κάνει πολιτική γιατί αγνοεί πως η πολιτική δεν είναι η ταυτότητα με τον εαυτό. Δεν είναι η αποκάθαρση της θεωρίας από προσμίξεις. Δεν είναι εν ολίγοις η προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού με τρόπο που θυμίζει σχολαστική φιλοσοφία στα μοναστήρια. Και αν σε κάποιες περιπτώσεις και αυτή η ενασχόληση έχει την θέση της, όπως σε περιόδους κυριολεκτικής πανωλεθρίας της αριστεράς, τώρα αυτή η περίοδος χάριτος έληξε. Η πολιτική πρέπει να επανέλθει στο προσκήνιο και μπορεί να επανέλθει μόνο ως σύνθεση. Σύνθεση που δεν θα θυμίζει συμπαράταξη χωρίς εσωτερική σύνδεση, αλλά περισσότερο ζωντανό οργανισμό. Η ίδια η σύγκρουση οφείλει να επιστρέψει στην ενότητά της. Διότι η κοινή προέλευση των περισσοτέρων κομμάτων της αριστεράς την οποία αναφέρθηκα, έχει λησμονηθεί και από τα ίδια. Όχι ως ρομαντική αναπόληση αλλά ως θεωρητική προκείμενη. Αυτό λέγεται υπό την έννοια πως η διάσπαση-και το δικαίωμα στην διάσπαση- έχει νόημα μόνο όταν αυτή τελεί υπό την συνέχουσα αρχή της. Αυτή η συνέχουσα αρχή είναι, για όσους τελοσπάντων είναι, η επαναστατική απελευθέρωση της κοινωνίας από την εξαθλίωση και την υποταγή στην οποία οδηγείται. Ο αγώνας για δικαιοσύνη, δίκαιη κατανομή του πλούτου. Η συνέχουσα αρχή είναι το όραμα μίας κοινωνίας με απελευθερωμένες τις δυνάμεις του ανθρώπου. Είναι το πρόταγμα μιας κοινωνίας που δεν θα καθορίζεται από το χρήμα και την κίνηση του κεφαλαίου, που θα επιχειρήσει να αποτινάξει την πραγμοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων. Αυτή η συνέχουσα αρχή της αντικαπιταλιστικής αριστεράς οφείλει να αναδειχθεί από τα ίδια τα κόμματα. Υπό αυτή θα μπορέσει, τώρα που είναι απαίτηση των καιρών, να ενεργοποιηθεί ξανά γνήσια η πολιτική σύγκρουση. Ως τέτοια οφείλει πρώτα να αναδειχθεί στους κόλπους της αριστεράς και κατόπι να επιβληθεί σε αυτούς που υποκρίνονται πως δεν υφίσταται καν.


Αυτή πρέπει να είναι κατά την άποψή μου η στάση μας απέναντι στα κόμματα της αριστεράς˙ ένα κάλεσμα για επιστροφή στην πολιτική διά του εκ νέου προσδιορισμού εν σχέσει προς την ολότητα μιας εξεγερμένης κοινωνίας που αναζητά πολιτική διέξοδο, πίστη και στράτευση υπό ένα ιδεώδες, υπό ένα επαναστατικό και δημιουργικό πρόταγμα. Οι συνθήκες αντικειμενικά φαίνεται πως ωριμάζουν. Μεγάλο μέρος της κοινωνίας προσβλέπει σε αυτά τα κόμματα για την οργάνωση της οργής και της δυσαρέσκειάς του, για την έμπνευση και την εκφορά εναλλακτικής πρότασης. Σε τελική ανάλυση για την ίδια την ένταξή του σε έναν πολιτικό οργανισμό, πράγμα που για τους περισσότερους αποτελεί αφ εαυτού κάτι το νέο. Σε τελευταία ανάλυση, σκοπός πρέπει να είναι, αν οι ηγεσίες δεν μπορούν, οι βάσεις να δείξουν τον δρόμο. Η αριστερά οφείλει να ενωθεί και να δείξει εν τοις πράγμασι πως η ενότητα είναι εφικτή. Οφείλει με αυτήν την πρώτη νίκη να συμβάλλει στην ενστάλαξη ενός αισθήματος εμπιστοσύνης και ελπίδας. Αν δεν μπορούν τα μέλη της να συνενωθούν μπροστά στην απειλή πλήρους καταστροφής, τότε πώς θα πείσουν για την δυνατότητα συγκρότησης μιας άλλης κοινωνίας; Εν κατακλείδι, ας παραφράσω ένα γνωστό σύνθημα: να επανακαταλάβουμε τα κόμματα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου